Ολοι οι συλληφθέντες για την απαγωγή Λεμπιδάκη

Ενας ξυλουργός, ένας μεσίτης και ένας ιδιοκτήτης μάντρας αυτοκινήτων. Ενας κοινός τόπος, παρόμοια χρέη, παρεμφερείς αγώνες, φίλοι, γείτονες, οικογενειάρχες, συναγωνιστές, συμμέτοχοι σε απαγωγή, συγκατηγορούμενοι για έγκλημα. 

Μανώλης Σταγόγιαννης (45 ετών) 
Eίχε δείρει κόσμο, είχε επιτεθεί φραστικά σε υπουργούς


Σε επίπεδα παράνοιας είχε φτάσει τα τελευταία χρόνια, όπως ισχυρίζονται πολλοί συντοπίτες του, ο 45χρονος Μανώλης Σταγόγιαννης: «Τον Μανώλη τον ξέρω από παιδί και αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι μέχρι να τον βρει η κρίση ήταν ένας αξιαγάπητος άνθρωπος και υπόδειγμα επαγγελματία. Ενας άλλος Μανώλης», λέει πρόσωπο που τον γνωρίζει καλά και συνεχίζει: «Εργατικός, οικογενειάρχης, καλός σύζυγος και άριστος πατέρας. Εχασε πολλά, χρεώθηκε από την καλή του πίστη άλλα τόσα και του ’στριψε. Αυτό ωστόσο δεν δικαιολογεί τα λάθη του για τα οποία πρέπει να πληρώσει. Μια ζωή προσπαθούσε και μια λάθος κίνηση πέταξε όλες τις προσπάθειες στα σκουπίδια». 

Μια ζωή προσπαθούσε. Αυτό λένε όλοι όσοι γνωρίζουν τον Μανώλη Σταγόγιαννη, «παιδί αγροτικής οικογένειας, που όλα τα έκανε από μικρός. Δουλειά, γάμο, τέσσερα παιδιά και ένα εγγόνι. Κρίμα, πολύ κρίμα!». Ο Σταγόγιαννης γεννιέται στην Κρήτη και μεγαλώνει λίγο έξω από το Ρέθυμνο σε μια περιοχή κοντά στον Αγιο Κωνσταντίνο, εκεί όπου βρίσκονται σήμερα το σπίτι του και η επιχείρησή του, ένα ξυλουργικό εργοστάσιο. 

Τέσσερα παιδιά
Σε νεαρή ηλικία παντρεύεται την αγαπημένη του Σταματία, με την οποία αποκτά τέσσερα παιδιά, ενώ ξεκινά να εργάζεται σε ξυλουργική μονάδα στο Ρέθυμνο. Εκεί γνωρίζει έναν άνδρα από την Κόρινθο με τον οποίο λίγα χρόνια αργότερα αποφασίζουν να κάνουν τη δική τους δουλειά. Το 2007 φτιάχνει ένα εργοστάσιο και μπαίνει σε πρόγραμμα του ΕΣΠΑ χωρίς να ζητήσει βοήθεια από τις τράπεζες. 

Ωστόσο όταν του ζητούν ένα έγγραφο που να αποδεικνύει ότι το ακίνητο που θα χρησιμοποιούσε δεν ήταν δεσμευμένο, ο Σταγόγιαννης μαθαίνει από κάποιον υπάλληλο του Υποθηκοφυλακείου ότι αυτό είναι δεσμευμένο για 150.000 ευρώ λόγω ενός δανείου του πρώην συνεταίρου του στο οποίο είχε μπει εγγυητής: «Πάνω στην απελπισία μου πήγα στην τράπεζα και ο διευθυντής μού έβγαλε τέσσερα δάνεια για το πόσο των 150.000 ευρώ προκειμένου να αποδεσμευτεί το ακίνητο. 

Οταν είχα φτάσει στο σημείο να έχω δώσει ήδη τις 137.000 και μου έμεναν μόλις 13.000, η τράπεζα έκλεισε, πουλήθηκε σε άλλη και αργότερα το ποσό αυτό έγινε 280.000 ενώ σήμερα έχει περάσει τις 350.000 ευρώ. Κάθε δύο με τρεις μήνες μού βγάζουν το σπίτι σε πλειστηριασμό», είχε δηλώσει μόλις πριν από έναν μήνα σε συνέντευξή του προκειμένου να δικαιολογήσει το μένος που τον οδήγησε το πρωινό του Σαββάτου 2 Σεπτεμβρίου τόσο στον εμπρησμό των γραφείων του ΣΥΡΙΖΑ στο Ρέθυμνο όσο και στη γροθιά που έριξε εκείνη την ημέρα σε δικαστικό επιμελητή. 

Εκρηκτικός
Ανάλογο ξύλο είχε ρίξει και στον συνέταιρο που τον «πρόδωσε», ανάλογο ξύλο ήταν έτοιμος να ρίξει και σε όποιον πήγαινε κόντρα στα δικά του πιστεύω: «Ο Μανώλης τα τελευταία χρόνια ήταν οξύθυμος και επιθετικός. 
Ηταν σχεδόν αδύνατον να κάνεις μαζί του μια ήρεμη κουβέντα ή να ανοίξεις διάλογο που θα οδηγούσε σε πολιτισμένη συζήτηση», λέει συναγωνιστής του από τον ΣΑΟΡ και συνεχίζει: «Είχε βάλει φωτιά στα γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ, είχε δείρει κόσμο, είχε επιτεθεί φραστικά σε υπουργούς, είχε βγει εκτός εαυτού, καταστάσεις που έκαναν κακό και στον σύλλογό μας. 
Ελεγε ότι στους πλειστηριασμούς θα πρέπει να είμαστε πιο βίαιοι, πιο επιθετικοί και όσο κι αν προσπαθούσαμε να τον πείσουμε ότι κάτι τέτοιο θα είναι εις βάρος μας, εκείνος δεν το κατανοούσε». 

Τα λάθη
Ο Μανώλης Σταγόγιαννης έμοιαζε με πληγωμένο ζώο που εξαιτίας του πόνου του μπορούσε να επιτεθεί στους πάντες: ενόχους και αθώους, γνωστούς και ξένους, πλούσιους και φτωχούς. 
Η πτώση μπορεί να διαλύσει τους πάντες. Και να τους αλλάξει. Και να τους στρεβλώσει. Και να τους αλλοιώσει. Ωστόσο καμία πτώση, πόσο μάλλον οικονομική, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη βία με το πρόσχημα της προσωπικής συμφοράς. Οσο για την πραγματική συμφορά, αυτή δεν χτύπησε τους δράστες όταν άδειασαν οι τσέπες και οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί. Η πραγματική συμφορά τούς χτύπησε τη στιγμή που βρέθηκαν αιχμάλωτοι της ακατανόητης ανοησίας τους και των προσωπικών τους λαθών... 


Χρήστος Παντρεμένος (60 ετών) 
Ο μεσίτης που τα έχασε όλα

Απέραντα μεγάλο, όπως λένε άνθρωποι που τον γνωρίζουν καλά, ήταν το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει ο Χρήστος Παντρεμένος, που «λάτρευε τη φύση, τα ζώα, τους ηλικιωμένους και τη μοναχοκόρη του» και που πριν από τριάντα χρόνια έκανε το Ρέθυμνο «δεύτερη πατρίδα». Ο Χρήστος Παντρεμένος γεννήθηκε πριν από έξι δεκαετίες και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Ανω Καλαμάκι, πλάι σε δύο γονείς που τον λάτρευαν και τους λάτρευε. Η πρώτη δουλειά που κάνει είναι στο οικογενειακό κουτούκι με την επωνυμία «Η στάμνα». Η δουλειά πήγαινε καλά σε αντίθεση με τον Χρήστο, όμως, που ήθελε να κάνει κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. 

Αυτό το κάτι άλλο ήταν μια σχολή οδηγών στην περιοχή της Αργυρούπολης, την οποία, παρότι πήγαινε πολύ καλά, αποφάσισε μερικά χρόνια αργότερα να κλείσει με το αιτιολογικό ότι η Αθήνα τον πνίγει, ότι η πόλη τον πονά. 

«Ο Χρήστος ήταν ένα ευαίσθητο, φιλότιμο παιδί, που δεν σταματούσε να μας ξαφνιάζει τόσο με την κοσμοθεωρία του όσο και με κάποιες αποφάσεις του», λέει άνθρωπος που τον γνωρίζει από παιδί και συνεχίζει: 
«Θυμάμαι ότι όταν είχε πεθάνει ο πατέρας του, ο οποίος καταγόταν από την Ηλεία, πήρε το πτώμα, το έβαλε σε φέρετρο, έκοψε το πορτμπαγκάζ με σιδηροπρίονο για να το χωρέσει μέσα και με συνοδηγό τη μητέρα του τον οδήγησε στην τελευταία του κατοικία. Το ίδιο έκανε χρόνια μετά όταν έχασε και τη μητέρα του. Ηθελε να θάψει τους γονείς του με τα ίδια του τα χέρια. Δεν ήθελε να τους αγγίξει κανείς άλλος». 

Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Χρήστος Παντρεμένος με οδηγό έναν χάρτη ξεκίνησε ένα οδοιπορικό σε Κέρκυρα, Ρόδο και Κρήτη. Τον κέρδισε η τελευταία, και συγκεκριμένα το Ρέθυμνο. 
Επέστρεψε στην Αθήνα και αναζητώντας μια επαγγελματική ενασχόληση που θα του επιτρέπει κάποτε να φύγει από την Αθήνα μπήκε στον χώρο του real estate. Για περίπου δύο χρόνια εργάστηκε σε ένα μεγάλο μεσιτικό γραφείο στο Μαρούσι και όταν έμαθε καλά τη δουλειά μετακόμισε στο Ρέθυμνο ανοίγοντας το δικό του μαγαζί. 
Μαζί του πήγε η γυναίκα της ζωής του, η οποία διορίστηκε ως φιλόλογος σε σχολείο στο Ηράκλειο. 

Τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο Χρήστος Παντρεμένος ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος. Δεν χρωστά πουθενά ενώ έχει στην κατοχή του πολλά ακίνητα. Ο ερχομός της κόρης του στις αρχές του 2000 σφράγισε την ευτυχία του σε όλα τα επίπεδα, μια ευτυχία όμως που άρχισε να κλονίζεται από την κρίση το 2007. 
Τότε αποφάσισε να χτίσει στο Ατσιπόπουλο, περιοχή λίγο έξω από το Ρέθυμνο, το δικό του σπίτι για να φύγει από το ενοίκιο και να περιορίσει τα έξοδα. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν όπως τα είχε σχεδιάσει. Η κρίση βαθαίνει, το εισόδημα μειώνεται, τα έτοιμα «τρώγονται», οι τράπεζες τον πιέζουν, οι λογαριασμοί του μπλοκάρονται, τα περισσότερα ακίνητά του κατάσχονται, η καταστροφή του είναι μια ανάσα δρόμος. 
Η οικογένεια του Παντρεμένου ζει τώρα σε ένα ημιτελές σπίτι χωρίς θέρμανση ενώ ο ίδιος χρωστάει στις τράπεζες πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ. Η ψυχολογία του πέφτει στα τάρταρα, η αγανάκτησή του φουντώνει, ο θυμός του απέναντι στους πολιτικούς δεν έχει άλλο χρώμα πέρα από το μαύρο. 

Οπου σταθεί και όπου βρεθεί δηλώνει «πολίτης του κόσμου», ενώ δεν σταματά να τρέχει σε κάθε κινητοποίηση ενάντια στους πλειστηριασμούς: 
«Ενώ χαιρόμουν που συμμετείχε ενεργά σε τέτοιες κινητοποιήσεις, καθώς οι περισσότεροι Ελληνες κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους από πλειστηριασμούς, από την άλλη δεν μπορούσα να καταλάβω τις θεωρίες του περί σωτηρίας της χώρας», λέει κάποιος φίλος του και συνεχίζει: 

«Οταν μιλήσαμε στις αρχές Αυγούστου στο τηλέφωνο κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά, καθώς διέκοπτε συχνά πυκνά τη συνομιλία μας και μου έλεγε: “Ακούς έναν θόρυβο στο τηλέφωνο; Νομίζω ότι παρακολουθούν το τηλέφωνό μου”. 
Καταλάβαινα ότι δεν είναι καλά, ότι ίσως κάτι σοβαρό τον απασχολεί, αλλά ποτέ δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι θα βρισκόταν μπλεγμένος σε μια τέτοια ιστορία. Αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση είναι ότι έμπλεξε και το παιδί του για το οποίο μπορεί να πεθάνει. Το να βάζει τη μικρή να αγοράζει κάρτες για τα κινητά απ’ όπου στέλνονταν μηνύματα στην οικογένεια του απαχθέντος είναι πέρα από κάθε λογική, πέρα από κάθε φαντασία. Για να κάνει κάτι τέτοιο πρέπει να είχε φτάσει σε επίπεδα παράνοιας».


Μανώλης Κλάδος (45 ετών) 
Ο μαντράς με τον χρυσό γάμο 

Ο Μανώλης Κλάδος, ο 45χρονος ιδιοκτήτης της μάντρας αυτοκινήτων όπου βρέθηκε ο Μιχάλης Λεμπιδάκης, αποτελούσε για πολλά χρόνια στην περιοχή του Ρεθύμνου παράδειγμα προς μίμηση τόσο για την επαγγελματική του σταδιοδρομία όσο και για την οικογενειακή του ευτυχία. Γιος του Δράκου Κλάδου, ενός βιοπαλαιστή από τα Ανώγεια, που έφυγε μετανάστης στη Γερμανία και μετά από πολλούς κόπους και ανείπωτη δουλειά κατάφερε να χτίσει μια σεβαστή περιουσία, ο Μανώλης ήταν για τους ντόπιους όχι μόνο άξιος συνεχιστής του πατέρα του, αλλά και «το κοπέλι που ξεπέρασε τον ίδιο του τον γονιό καταφέρνοντας να αυγατίσει όλα όσα του εμπιστεύτηκε. Ακόμη και σήμερα δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Μανώλης μπλέχτηκε σε μια τέτοια ιστορία», λέει άνθρωπος που τον γνωρίζει καλά και συνεχίζει:
 «Ο πατέρας του είναι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Παρά τα χρόνια του στεκόταν κερί αναμμένο δίπλα στον γιο του. Κάθε πρωί, στις 7 ακριβώς, πήγαινε στη μάντρα και άνοιγε στους εργάτες. Οπως ακούγεται εδώ, την ημέρα της σύλληψης του γιου του ο άνθρωπος κατέρρευσε, κανείς δεν μπορούσε να τον συνεφέρει. Ο Μανώλης ήταν το καμάρι του, το χρυσό του παιδί, που όλα καλά τα έκανε στη ζωή του». 

Πράγματι. Μέχρι τη στιγμή που ο Μανώλης Κλάδος αποφάσισε να μπει στο παιχνίδι της απαγωγής του Μιχάλη Λεμπιδάκη τα είχε όλα καλά καμωμένα στη ζωή του. 
«Ηταν πολύ εργατικό παιδί, πονόψυχος και σωστός οικογενειάρχης», αφηγείται ο ίδιος άνθρωπος και συνεχίζει: 
«Ο γάμος του με την κόρη ενός ιδιαίτερα επιφανούς πολίτη του τόπου μας, ενός κατασκευαστή που ασχολούνταν με αντιπαροχές, πολυκατοικίες και ξενοδοχεία, του χάρισε τρία υπέροχα παιδιά και μια πολύ άνετη ζωή. Στον συγγενικό κύκλο του, από την πλευρά της συζύγου του, περιλαμβάνονται πρόσωπα, λαμπρές σπουδές, επαγγελματικές επιτυχίες και πολιτικές βλέψεις. Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους δεν ήταν απλώς ευκατάστατοι, αλλά πλούσιοι.
 Είχαν ό,τι ζητούσε η καρδιά τους, ενώ ο Μανώλης κυκλοφορούσε στην πόλη με πολυτελέστατα αυτοκίνητα. Τα πολλά χρήματα ήρθαν στην οικογένεια πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια, όταν ο Μανώλης ξεκίνησε να φέρνει από τη Γερμανία μπετονιέρες και φορτηγά. 

Η βασική του δουλειά ήταν η εισαγωγή τέτοιων μηχανημάτων. Τη μάντρα με τα ανταλλακτικά την είχε για ψιλολόι. Στις αρχές της κρίσης τα πράγματα ξεκίνησαν να μην πηγαίνουν καλά για εκείνον. Ο θάνατος της οικοδομής επέφερε αργά αλλά σταθερά και τον δικό του επαγγελματικό και κατά συνέπεια οικονομικό θάνατο. 
Σήμερα, όπως ακούγεται στο Ρέθυμνο, είναι χρεωμένος στις τράπεζες με ποσά που ξεπερνούν τα 4 εκατ. ευρώ. Τα έπαιξε όλα για όλα. Ισως να σκέφτηκε ότι, αφού δεν γλιτώνει έτσι κι αλλιώς τη φυλακή λόγω χρεών, το να ρισκάρει με τη συμμετοχή του στην παρανομία ήταν μονόδρομος. Ρίσκαρε, έχασε και τώρα πρέπει να πληρώσει. Περισσότερο απ’ όλους λυπόμαστε τον πατέρα του και τα παιδιά του. Ο τόπος είναι μικρός και οι ρετσινιές που αφήνουν πίσω τους τέτοιες πράξεις απέραντα μεγάλες».


Η «ομάδα των Σφακιανών» 
Τρεις αγγελιαφόροι και ο «Σκοπιανός» 

Οι ίδιοι έγραφαν τα SMS για την καταβολή των λύτρων, αλλά ένα λάθος τους ήταν αρκετό για να εξαρθρωθεί το κύκλωμα της απαγωγής 


Είναι η λεγόμενη «ομάδα των Σφακιανών», με εξαίρεση τον «Σκοπιανό», το τελευταίο μέλος της οργάνωσης που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη για φύλακας του Λεμπιδάκη δεκαπέντε ημέρες πριν από το ξεδόντιασμα της οργάνωσης και την απενεργοποίηση του πρώτου πυρήνα. Οι τρεις πρώτοι, ο Μανώλης Πολομαρκάκης, ο Σταμάτης Πολάκης και ο Λευτέρης Γλυνιαδάκης, συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος και βαθιάς φιλίας, εμπλέκονται στην πρώτη φάση της απαγωγής, δηλαδή μέχρι τις 6 Αυγούστου, και είναι η ομάδα επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης με την οικογένεια Λεμπιδάκη αφού οι ίδιοι έγραφαν τα περισσότερα SMS για την καταβολή των λύτρων και την απελευθέρωση του απαχθέντος. Αλλωστε, το περιστατικό που διαδραματίστηκε το βράδυ της 6ης Ιουλίου στην εθνική οδό Ρεθύμνου - Ηρακλείου και στο οποίο πρωταγωνιστούσαν ήταν και εκείνο που ξετύλιξε το κουβάρι και έληξε αίσια και αναίμακτα την ιστορία της απαγωγής του βιομηχάνου Μιχάλη Λεμπιδάκη. 


Λευτέρης Γλυνιαδάκης (22 ετών)
Το δικό του λάθος έφερε τις συλλήψεις

Δεν έχουν περάσει πολλοί μήνες από τη στιγμή που ο Λευτέρης Γλυνιαδάκης έκλεισε πίσω του τη βαριά πόρτα της φυλακής και ήταν έξω με περιοριστικούς όρους μετά το άγριο επεισόδιο που είχε πριν από δύο χρόνια με τη μητέρα της συντρόφου του. Ο 22χρονος, σε μια στιγμή μεγάλου θυμού καθώς η οικογένεια της αγαπημένης του δεν τον ήθελε για γαμπρό της, άρπαξε το όπλο και εκτόνωσε την οργή του πυροβολώντας έξω από το σπίτι της πεθεράς του. Ο θερμόαιμος νεαρός συνελήφθη, κατηγορήθηκε για απόπειρα ανθρωποκτονίας, αλλά οι δικαστές έλαβαν υπόψη τους το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και έτσι κατάφερε να τη βγάλει φτηνά. 

Γεννημένος και μεγαλωμένος σε οικογένεια κτηνοτρόφων στη Σκαλωτή Σφακίων, μπήκε από μικρός στη βιοπάλη. 
Από έφηβος ήταν σκληρός, καθώς είχε παρτίδες με όπλα, τυχερά παιχνίδια και έδειχνε να βιαζόταν να μεγαλώσει, αφού πριν καν συμπληρώσει τα 20 χρόνια του έκανε πρόταση γάμου στη συνομήλικη φίλη του. 
Μάλιστα, σκόπευε να τη ζητήσει από την οικογένειά της, όμως τα πράγματα δεν πήγαν όπως ακριβώς τα είχε σχεδιάσει ο ρομαντικός κτηνοτρόφος. Η απόρριψη από τους γονείς της κοπέλας τον εξόργισε. Ηταν κάτι που δεν μπορούσε να αντέξει και αποφάσισε να λύσει τις διαφορές με τη μέλλουσα πεθερά του με σφαίρες... 

Το μόνο που έχει να επιδείξει στη ζωή του είναι το επεισόδιο με την παραλίγο πεθερά του και το σύντομο πέρασμά του από τις φυλακές. Ενα κομμάτι της ζωής του που έχει μπει στο μικροσκόπιο, καθώς ερευνάται αν οι επαφές που είχε αποκτήσει πίσω από τα κάγκελα έχουν παίξει κάποιον ρόλο στην απαγωγή Λεμπιδάκη. 

Οι αστυνομικοί τον εμπλέκουν από τον Φεβρουάριο στην εγκληματική οργάνωση και εκτιμούν ότι είναι ο άνθρωπος που έγραφε τουλάχιστον κάποια μηνύματα προς την οικογένεια του απαχθέντος. Αλλωστε, από τα χέρια του Λευτέρη Γλυνιαδάκη καταστράφηκε και πετάχτηκε το παλιό Nokia που βρήκαν οι αστυνομικοί στο μπλόκο της 6ης Ιουλίου στην εθνική οδό Ρεθύμνου - Ηρακλείου. 

Στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς κράτησε το στόμα του κλειστό, δεν είπε το παραμικρό και αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. 


Σταμάτης Πολάκης (46 ετών) 
Ο αγρότης που έστελνε τα μηνύματα για τα λύτρα


Ο Σταμάτης Πολάκης είναι ο μόνος από τους συλληφθέντες για την απαγωγή Λεμπιδάκη που ουσιαστικά δεν έχει απασχολήσει τις Αρχές για κάποιο αδίκημα. Συγγενής του άλλου κατηγορουμένου Μανώλη Πολομαρκάκη και φίλος του Λευτέρη Γλυνιαδάκη, ήταν μέρος της τριάδας που είχε αναλάβει την αποστολή πολλών SMS προς την οικογένεια του Μιχάλη Λεμπιδάκη. Είναι η ομάδα ουσιαστικά από την οποία ξεκίνησε το «ξήλωμα» της εγκληματικής οργάνωσης, καθώς τα συγκεκριμένα άτομα που επέβαιναν στο θηριώδες αγροτικό του Πολάκη εντοπίστηκαν στις 6 Ιουλίου στην εθνική οδό Ρεθύμνου - Ηρακλείου να στέλνουν μηνύματα στον αδελφό και τη μητέρα του απαχθέντος ζητώντας λύτρα και δίνοντας οδηγίες για το τι θα συμβεί στη συνέχεια. Ενα στοιχείο αντιφατικό και κόντρα στην πραγματικότητα, αφού ο 46χρονος αγρότης δεν έχει τελειώσει καλά-καλά ούτε το Δημοτικό, ενώ, όπως χαρακτηριστικά λένε όσοι τον γνωρίζουν, δεν είναι σε θέση να συντάξει ολοκληρωμένα μηνύματα στο κινητό. 


Παιδί πολύτεκνης οικογένειας, γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Φραντζεσκιανά Μετόχια Ρεθύμνου και είχε δύσκολη εφηβεία. Οπως είπε και ο ίδιος στην κατάθεσή του στους αστυνομικούς, το 1986, όταν δηλαδή ήταν 15 ετών, οι δικοί του τον μετέφεραν στην Αθήνα και νοσηλεύτηκε σε ιδιωτική κλινική καθώς αντιμετώπιζε κατάθλιψη.

 Εκτοτε δεν χρειάστηκε να ξαναπεράσει το κατώφλι ψυχιατρικής κλινικής, όμως οι γιατροί όταν βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση του χορηγούσαν για κάποιες ημέρες συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή. Εντύπωση προκαλούν τα όσα είπε στην απολογία του για εμπλοκή δύο Ρώσων στην απαγωγή, οι οποίοι ήταν, όπως ισχυρίζεται, και τα άτομα που τον έμπλεξαν στην υπόθεση. Τον έναν, τον «Γιάννη», όπως τον αποκάλεσε, φέρεται να τον γνώριζε από παλιά, όταν δούλευαν μαζί στα χωράφια. 

Οι αστυνομικοί, όμως, δεν δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην ιστορία με τους Ρώσους που του υποσχέθηκαν 100.000 ευρώ για να γίνει φύλακας του απαχθέντος. Λόγω του παρουσιαστικού του, όπως αποκάλυψε ο ίδιος, ο Λεμπιδάκης τον φώναζε «παππού», ενώ φέρεται να υποστήριξε ότι αποσύρθηκε από την ομάδα μετά το σκηνικό της 10ης Αυγούστου και την έφοδο της Αστυνομίας στον Βρασκά Σφακίων. 

Ο Σταμάτης Πολάκης στα 45 του αποφάσισε να περάσει στην αντίπερα όχθη και να βουτηχτεί σε μια άγρια ιστορία παρανομίας, που λόγω της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε από τους ίδιους τους ενορχηστρωτές της κανένας δεν ήξερε πού θα καταλήξει. 
Δήλωσε ότι μόνο τα χρήματα ήταν το κίνητρό του και αποφάσισε να το κάνει για τις 100.000 ευρώ. Ωστόσο, οι αστυνομικοί εκτιμούν ότι δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα και ο αγρότης από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια γνωρίζει πολύ περισσότερα απ’ όσα λέει. 

Μανώλης Πολομαρκάκης (44 ετών) 
Ο κοσμοπολίτης που κρατά το στόμα του κλειστό

Η πληθωρική φιγούρα που κυκλοφορούσε στους δρόμους του Ρεθύμνου με ένα πανάκριβο SUV Audi Q7 δύσκολα θα πίστευε κανείς ότι στα 44 χρόνια του θα έμπλεκε την ομάδα των σκληρών κακοποιών που απήγαγε τον 53χρονο Μιχάλη Λεμπιδάκη. Αλλωστε, τα τελευταία χρόνια οι αστυνομικοί της Ασφάλειας δεν τον έβρισκαν συχνά μπροστά τους, αν και στο παρελθόν, και συγκεκριμένα το 2008 και το 2014, είχε τραβήγματα με τον νόμο για υγειονομικές παραβάσεις και σωματεμπορία. 
Ο Μανώλης Πολομαρκάκης φέρεται να διαχειρίζεται ένα από τα μεγαλύτερα στριπτιτζάδικα της Κρήτης, -αν και ο ίδιος δεν φαίνεται ως ιδιοκτήτης- και να ζει μια χλιδάτη και άνετη ζωή. Ταξίδια, ακριβά εστιατόρια, ρούχα από επώνυμους οίκους του εξωτερικού δίνουν έναν κοσμοπολίτικο αέρα στον Κρητικό επιχειρηματία. 
Αν και τα τελευταία χρόνια είχε ρίξει τους τόνους της κοσμικής του ζωής, σύμφωνα με όσους τον ζούσαν κοντά, διέθετε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και μπορούσε να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε επιθυμία του. 

O Μανώλης Πολομαρκάκης με τη σύζυγό του την ημέρα του γάμου τους. Ο 44χρονος φέρεται να διαχειρίζεται ένα από τα μεγαλύτερα στριπτιτζάδικα της Κρήτης

Το πώς έμπλεξε στην εγκληματική οργάνωση δεν θέλησε να το πει στους αστυνομικούς. Ισως επειδή ήταν συγγενής με τον Σταμάτη Πολάκη και φίλος με τον Λευτέρη Γλυνιαδάκη. 

Οι αστυνομικοί στη δικογραφία υποστηρίζουν ότι τον Φεβρουάριο, δηλαδή δύο μήνες πριν από την απαγωγή, ήταν μέλος της οργάνωσης. Μάλιστα σε σύγκριση με τους επτά συλληφθέντες θεωρείται ότι είναι αυτός που διαθέτει οργανωτικό μυαλό. Γι’ αυτό άλλωστε και οι δραστηριότητές του φέρονται να ολοκληρώνονται στις 6 Αυγούστου, όταν δηλαδή σημειώθηκε το σκηνικό στον Βρασκά Σφακίων. 

Ο Πολομαρκάκης είναι ένας από τους δύο που αρνήθηκαν οποιαδήποτε συμμετοχή στην απαγωγή Λεμπιδάκη και επιμένει να κρατά το στόμα του ερμητικά κλειστό. 
Δεν απάντησε σε καμία ερώτηση, ούτε καν τι είδους δουλειά είχε το βράδυ της 6ης Ιουλίου μέσα στο θηριώδες αγροτικό του Πολάκη όταν τους σταμάτησαν οι αστυνομικοί για έλεγχο και διαπιστώθηκε ότι ο Γλυνιαδάκης είχε πετάξει το κινητό τηλέφωνο με το οποίο η συμμορία επικοινωνούσε με την οικογένεια. 



Βασίλης Γρηγοριάδης (40 ετών)
«Σκοπιανός» δεσμοφύλακαςμε μισθό 100.000 ευρώ 


Από τους επτά συλληφθέντες ο μόνος που δεν είναι Κρητικός είναι ο Βασίλης Γρηγοριάδης. 
Ο 40χρονος από τις Συκιές Θεσσαλονίκης μπήκε στην εγκληματική οργάνωση τις τελευταίες 15 ημέρες, αφού του έταξε ο «ακτιβιστής των πλειστηριασμών» 100.000 ευρώ και διακοπές σε βίλα με πισίνα για τον ίδιο και τη γυναίκα του. 
Ο «Σκοπιανός», όπως ήταν το ψευδώνυμό του καθώς γεννήθηκε στα Σκόπια, μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τους γονείς του όταν ήταν 9 ετών. 

Εχει αλλάξει πολλές δουλειές και έως τον Αύγουστο ήταν άνεργος, προτού ξεκινήσει να εργάζεται σε εταιρεία ταχυμεταφορών στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. 
Πώς όμως ένας συνηθισμένος άνθρωπος της διπλανής πόρτας από τη Βόρεια Ελλάδα, ο οποίος για το μόνο που έχει κατηγορηθεί είναι για παραβάσεις του ΚΟΚ και μία φορά για χρέη προς το Δημόσιο, βρίσκεται στο κάδρο της μεγαλύτερης υπόθεσης απαγωγής που έχει καταγραφεί στα ελληνικά αστυνομικά χρονικά; 

Ο ίδιος δίνει την απάντηση στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία: «Με έμπλεξε ο Μανώλης Σταγογιάννης». 
Οπως είπε χαρακτηριστικά: «Ο Μανώλης είναι παντρεμένος με τη Σταματία, με την οποία γνωριστήκαμε πριν από 30 χρόνια όταν έμενε και αυτή στη Θεσσαλονίκη. Επειδή κρατήσαμε επαφές με τη Σταματία, γνωρίστηκα και με τον άντρα της, τον Μανώλη, και μιλάμε πού και πού και βρισκόμαστε όταν βολέψει. Εχω πάει στην Κρήτη, στο Ρέθυμνο, για διακοπές, όπου μας φιλοξένησαν ο Μανώλης και η Σταματία». 

Ο «Σκοπιανός», που έχει δύο παιδιά 19 και 15 ετών από την πρώτη του γυναίκα, ενώ η νυν σύζυγός του είναι έγκυος στο τρίτο του παιδί, αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια σοβαρά οικονομικά προβλήματα, αφού με ό,τι ασχολιόταν επαγγελματικά δεν πετύχαινε. 

Στις αρχές της οικονομικής κρίσης άνοιξε ένα κατάστημα με ρούχα, όμως δεν τράβηξε και μέσα σε λίγους μήνες κατέβασε ρολά, αφήνοντάς του μόνο χρέη. 
Το 2012 μαζί με τη γυναίκα του άνοιξε μια πιτσαρία, που και πάλι δεν κατάφερε να πετύχει. Αρχικά το μεροκάματο έβγαινε, όμως, από το 2014 και μετά η δουλειά έπεσε και έφτασε να βάλει λουκέτο φορτώνοντας τον 40χρονο και τη σύζυγό του με χρέη 70.000 ευρώ σε εισφορές και προμηθευτές. 

Οταν, λοιπόν, του τηλεφώνησε ο Σταγογιάννης και του έταξε 100.000 ευρώ για λίγες ημέρες δουλειάς στην Κρήτη, εκμεταλλεύτηκε την αρπαχτή πιστεύοντας ότι θα ξελασπώσει και θα του μείνουν και χρήματα για να ξεκινήσει τη νέα του επαγγελματική περιπέτεια. 

Μάλιστα δέχτηκε ακόμη κι όταν του είπε ο φίλος του ότι θα συμμετείχε στην απαγωγή ενός επιχειρηματία. «Θα αναλάμβανα τη φύλαξη του απαχθέντος, λέγοντάς μου ότι είναι ένα ήσυχο ανθρωπάκι. Μου είπε ακόμα ότι θα περάσω πολύ καλά, θα είμαι σε σπίτι με πισίνα, θα κάνω τα μπάνια μου και θα είμαστε σε άλλον χώρο από τον απαχθέντα. Η αμοιβή μου θα ήταν 100.000 ευρώ για 15-20 ημέρες. Μάλιστα μου είπε ότι μπορούσα να πάρω και τη γυναίκα μου μαζί και θα ήταν σαν να κάναμε διακοπές».

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Νεότερη Παλαιότερη