"Είκοσι χρόνια μετά…"

Είκοσι χρόνια μετά…

Καλοσύνη
Η καλοσύνη είναι ένας πύργος
ένας πύργος κόπου και υπομονής
που χτίζεται από πέτρες
κοφτερές σαν το ξυράφι


Χρέος για τον χτίστη
Χρέος για κάθε άνθρωπο
να τον ορθώσει απ’ την γη
μια προσευχή στον ουρανό

Μα οι πέτρες καθώς τις
κουβαλάει στην αγκαλιά του,
καθώς τις στεριώνει, 
άσχημα τον πληγώνουν.
Απ’ τις πληγές του
ρέει το αίμα άφθονο,
είναι όμως τόσο λαμπερό

όσο και οι πράξεις της καρδιάς του 

25 Αυγούστου 1996
Μια φωτεινή κουκίδα διέσχιζε τον νυκτερινό ουρανό μερικές χιλιάδες μέτρα πάνω από το κεφάλι του. Ο φαντάρος με την τελαμώνα του ζωσμένη και το τυφέκιο του στα χέρια καθόταν πλάι στην σκοπιά, κοιτώντας το αεροπλάνο που ρυθμικά εξέπεμπε κόκκινες αναλαμπές. Το κοιτούσε να κινείται γρήγορα στη μέση του αχανούς θόλου καθώς γλιστρούσε αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι, από τον νότο στον βορρά. Φάνταζε τόσο ψηλά λες και περνούσε ανάμεσα απ’ τα αστέρια, λες και τα μικροσκοπικά φώτα του τρεμόπαιζαν ανάμεσα τους.
“Ποιος ξέρει που να πηγαίνει; Μπορεί στην πατρίδα; Ίσως και στην Θεσσαλονίκη;” Αναρωτιόταν δακρυσμένος ο φαντάρος μέχρι που το είδε να χάνεται στο σκοτεινό άπειρο. Πόσο θα το ήθελε, πόσο το είχε ανάγκη να ήταν μέσα σε αυτό το αεροσκάφος και να έφευγε σε μια στιγμή μακριά από εδώ, μακριά απ’ όλα όσα τον τυραννούσαν στο νησί. Δεν είχε τόσο σημασία ο προορισμός, ας τον πήγαινε ακόμη και σε μια μακρινή πόλη του βορρά, φτάνει να έφευγε…

“Άρε μάνα, πότε θα γυρίσω σπίτι; Θα γυρίσω ποτέ;”
Ήδη υπηρετούσε τέσσερις μήνες στην ΕΛΔΥΚ, στο τάγμα, στην Μαλούντα. Είχαν περάσει μόνο τέσσερις μήνες από τότε που ήρθε με το C 130 από την Ελευσίνα στην Λάρνακα, τον Απρίλη, ανήμερα του Αι Γιώργη. Και ήταν μόνο τέσσερις μήνες και ας φαίνονταν αιώνες.
Δύσκολη η κατάσταση στο νησί για έναν Έλληνα φαντάρο και απότομα τον τελευταίο καιρό είχε γίνει επικίνδυνα εμπόλεμη. Όλα έγιναν αστραπιαία μετά τα επεισόδια στην πράσινη γραμμή και την δολοφονία από τους γκρίζους λύκους των Κυπρίων πατριωτών Ισαάκ και Σολωμού. Σκέτη παράνοια επικρατούσε, οι συνεχείς επιφυλακές, οι στρατιωτικές ασκήσεις, οι συναγερμοί, οι εκκενώσεις του στρατοπέδου και οι εικονικοί βομβαρδισμοί μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, είχαν σπάσει τα νεύρα όλων και τους είχαν εξουθενώσει. Για έξοδο στην Λευκωσία ούτε συζήτηση, είχε περάσει πάνω από μήνας πια.

Στεναχώρια είχε πέσει και έξω από το στρατόπεδο στα φαγάδικα, στα καφέ και τα μπαρ. Οι γυναίκες με τα θλιμμένα πρόσωπα κάτω από το βαρύ μακιγιάζ, οι γυναίκες των μαγαζιών της νύχτας, που γελούσαν πάντα για το κέφι των άλλων, είχαν χάσει τους «γαμπρούς» με τα χακί και έβριζαν τους Τούρκους μέρα- νύκτα και αυτές. Τα χρήματα τα είχαν μεγάλη ανάγκη, να τα στείλουν πίσω στην πατρίδα τους⸱ η κάθε μια για τους δικούς της λόγους, για τους ανθρώπους που είχαν αφήσει πίσω τους. Τα αφεντικά όμως δεν θα τις πλήρωναν μεροκάματο μέχρι να επέστρεφαν πάλι οι φαντάροι στα κωλόμπαρα τους, για να κερνάνε άφθονες τις αναθεματισμένες μπόμπες τους…

Τρέλα επικρατούσε στο στρατόπεδο, μα ειδικά για τους παλιούς που έβλεπαν την απόλυση τους ορατή όλο αυτό τους τρέλαινε ακόμα παραπάνω. Και οι νέοι; Για τους νέους ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο αυτή η κατάσταση. Από την μια οι παλιοί που μέσα στην νεανική τους ραθυμία, τους έκαναν τραγικά καψώνια και από την άλλη όλη αυτή η εμπόλεμη κατάσταση που δεν τους άφηνε να πάρουν ανάσα. Σαν την ζέστη που ακόμα και εδώ ψηλά ήταν αποπνικτική, μέσα στην άγρια νύχτα.
Οι σκέψεις του διακόπηκαν απότομα, κάπου προς την πίσω πύλη του φυλακίου ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ενστικτωδώς σήκωσε το όπλο του και σημάδεψε προς τα έξω,

- Αλτ Τι Σι… Αλτ Τι Σι… καμιά απάντηση… Αλτ Τι Σι, ξαναφώναξε και πάλι όμως όλα παρέμειναν ήσυχα… Ο θόρυβος σε λίγο ξανακούστηκε, σε ένα άλλο σημείο μακρύτερα, όμως αυτήν την φορά δεν εντόπισε την προέλευση του.
- Αλτ Τι Σι… Αλτ Τι Σι…
Σε λίγο ακούστηκε πάλι ο θόρυβος, αλλού αυτή την φορά αν και δεν καταλάβαινε από που πραγματικά ερχόταν.
- Αλτ Τι Σι… Αλτ Τι Σι… και πάλι τίποτα, όμως τώρα είχε χάσει την ψυχραιμία του και μια στιγμή, απολύτως παράτυπα για σκοπός, φώναξε απειλητικά,

-Άρε τσογλάνια, θα σας θερίσω… δεν παίζω εδώ πάνω ρε χαμούρες, γεμάτο είναι το G3 ρε… Δεν θα πάω σαν τον δόκιμο, εγώ θα σας φάω πρώτος…” Έτρεμε, στριφογυρνούσε γύρω γύρω, άκουγε τώρα την καρδιά του να χτυπάει φρενιασμένα μέσα στην εκκωφαντική ησυχία του φυλακίου, στα βουνά πέρα από την Λευκωσία. 
Με το που ήρθαν στο φυλάκιο, έμαθαν την ιστορία για τον δόκιμο, όλα θολά και ομιχλώδη. Κάποιοι έλεγαν πως ξένοι τον πυροβόλησαν απ’ έξω από τον φράκτη. Άλλοι ότι το έκαναν από μέσα κάποιοι παλιοί που ήταν μπλεγμένοι με ναρκωτικά και άλλοι πάλι μιλούσαν για ξεκαθάρισμα λογαριασμών από λαθρεμπόριο όπλων.
“Να προσέχετε ψαράδες, ποτέ δεν ξέρεις από πού μπορεί να σου έρθει το κακό” τους είχαν προειδοποιήσει οι παλιοί χαμογελώντας, μα με έναν τόνο αινιγματικό για να ανησυχούν ώστε να μην κοιμούνται ήσυχοι, ειδικά στην σκοπιά...


- Ασιμί*…ρε ασιμάκι… Έλα, έλα εδώ είμαι, εδώ, εδώ ρε, δε με βλέπεις; Εδώ πάνω είμαι... Σε μια σκοπιά που δεν γνώριζε καν την ύπαρξη της, πάνω σε ένα ύψωμα, στην πλάτη του ακριβώς είχε νούμερο* εκείνη την ώρα και ο Σταμάτης, ο Πετρωτός

Ο Σταμάτης ήταν κοντοσειρά*, πιο παλιός απ’ τον ίδιο μα και πιο μικρός στην ηλικία. Τον είχε σταμπάρει στο στρατόπεδο και κανά δυο βράδια στην Λευκωσία, στο σπίτι του εθνοφρουρού, για μπριζόλα στα κάρβουνα. Ήταν καλό παιδί ο Πετρωτός, τα ανοιχτόχρωμα μάτια του πάντα χαμογελούσαν. Σε λίγο που θα έφευγαν οι παλιοί θα ηρεμούσαν πια οι σειρές του Πετρωτού, μιας και τότε θα ήταν αυτοί οι παλαιότεροι και το στρατόπεδο δικό τους.
Στάθηκαν δίπλα απ’ την σκοπιά του Σταμάτη που πριν λίγο τον είχε ακούσει να ωρύεται από τον φόβο του και τον κάλεσε πάνω για να τον ηρεμήσει,
- Ρε ασημί μην σκας ρε, τίποτα ρουφιάνοι είναι από την ασφάλεια στρατοπέδων, το κάνουν συχνά για να μην μας παίρνει ο ύπνος. Κάτσε εδώ, και του έδειξε με το χέρι του, από εδώ βλέπουμε τα πάντα, αν έρθει το περίπολο κατεβαίνεις στα γρήγορα και τους αιφνιδιάζεις.
- Και ο δόκιμος;
- Έλα ρε ασιμί, ατύχημα ήταν σίγουρα, απλά το λένε οι παλιοί για να κάθεσαι σούζα, είπε ο Σταμάτης και συνέχισε χαμογελώντας, σήμερα σε είδα με τον Στειακάκη και τον Γκερλιώτη, μέσα στο λιοπύρι την λαδώσατε την καμήλα για τα καλά, κακομοίρηδες μου…
- Μας βρίζανε κιόλας τα κωλόπαιδα, απάντησε θυμωμένος, το άλλο δεκαοχτώ χρονών και… άρε και να είμαστε έξω.
- Τι να κάνεις ρε ασιμί; Για ρώτα και εμένα τι έχω τραβήξει.
- Φαντάζομαι… πολλά…
- Άκου λοιπόν. Σαν πρωτοήρθαμε, νέος μέσα στον λόχο, όλη μέρα σκοτωνόμαστε… και δεν κοιμόμουν ούτε τα βράδια. Ο πατέρας*, είπε ο και γέλασε ειρωνικά όλο και κάτι ήθελε. Έπαιρνε την ξιφολόγχη και με τρύπαγε από κάτω.
“Γιε μου*, γιε μου, με ακούς ρε τσογλάνι, διψάω.” Δεν προλάβαινα να επιστρέψω στον θάλαμο και μόλις με έπαιρνε δυο λεπτά ο ύπνος πάλι με κάρφωνε μέσα από το στρώμα.
“Γιε μου, πεινάω παλικάρι μου. Άντε και ο γέρος πατέρας σου χρειάζεται φαί, άντε να πας πίσω από τον όρχο*… Με ακούς ρε, άντε τσακίσου ρε κωλόπαιδο και έρχεται ο Τάκος σε δυο λεπτά με την μπριζόλα και τις πατατούλες μου.”
- Όλο το βράδυ πάνω, κάτω. Μια σειρά από την Λαμία, ο κακομοίρης δεν άντεξε, έπαθε η καρδιά του και τον τρέχανε στο νοσοκομείο στον Στρόβολο, στα επείγοντα… Θα φύγουν όμως σε λίγο και ύστερα θα ησυχάσουμε και μετά άντε ακόμα λίγο και θα απολυθούμε, είπε με ένα πλατύ χαμόγελο ο Πετρωτός.
- Θα κάνεις και εσύ τα ίδια; Τον ρώτησε ο Τάσος,
- Όχι ρε ασιμί, δεν το βαστάει εμένα η καρδιά μου…
- Το ξέρω, δεν χρειάζεται να μου το πεις, είσαι ένας άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη …

Για λίγο οι δυο τους παρέμειναν σιωπηλοί κοιτώνας από ψηλά το φυλάκιο και τις σιλουέτες των βουνών που διαγράφονταν αχνά μέσα στην αυγή…
- Βλέπεις εκείνη την μικρή λίμνη; Ένα φράγμα είναι που φτιάξανε οι κουμπάροι* για να έχουν νερό το καλοκαίρι, έδειξε ο Σταμάτης.

- Φυσικά, είναι απαραίτητο αφού υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με το νερό στο νησί.
Σε λίγο ο ήλιος πρόβαλε ανάμεσα απ’ τα βουνά και καθώς ανέβαινε να μεσουρανήσει, χρύσωσε τα σπιτάκια ενός χωριού που ίσα διέκριναν από εκεί ψηλά οι δυο φαντάροι.
- Άσχημο να ζεις μέσα στο φυλάκιο, είναι όμως όμορφα από εδώ πάνω, ε, ασιμί;
- Πολύ όμορφα Σταμάτη. Και η Λευκωσία είναι πολύ όμορφη, η παλιά πόλη με την γραφικότητα της όμως και τις βαθιές πληγές της. Η νέα τώρα είναι σαν ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, εμπορικά Κέντρα, σινεμά, ευρύχωροι δρόμοι, ψηλά κτίρια…
- Εμένα μου αρέσει το City Plaza στην λεωφόρο Μακαρίου, το σινεμά η Ζήνα και η Λήδρας με τα μαγαζιά της. Ο Σταμάτης έξυσε το κεφάλι του μέσα από το κράνος και συνέχισε, εδώ φίλε το καλοκαίρι είναι ανοιχτές οι χειμερινές αίθουσες, το πιστεύεις;

Εμείς έχουμε τα θερινά Σταμάτη όμως μου αρέσει αυτό, όπως πριν λίγες μέρες να έχει έξω 40 βαθμούς και εγώ να βλέπω το «Τζουμάντζι» δροσερά δροσερά… Διέκοψε απότομα καθώς κοίταξε το ρολόι του, ασιμί κατεβαίνω, τελειώνει το νούμερο* μας. 

Σε δυο μέρες επιτέλους κατέβηκαν από το φυλάκιο στο τάγμα και ανάσανε. Ευτυχώς ο εφιάλτης του σταμάτησε, εκμεταλλευόμενος τις γνώσεις στα ηλεκτρολογικά και τα ηλεκτρονικά κέρδισε μια από τις δυο θέσεις των ηλεκτρολόγων της μονάδας. Τώρα μπορούσε να βγαίνει στην Λευκωσία και τα πρωινά, για τα υλικά των έργων και των επισκευών και γνώρισε αρκετούς Κυπρίους. Του έκανε εντύπωση ο επαγγελματισμός τους και γενικά τους συμπάθησε ως ανθρώπους. Του φάνηκε πως έβλεπε την παραλλαγή μιας πιο συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας, εμπλουτισμένη με στοιχεία από τους Άγγλους λόγω της συμβίωση τους 

Όπως όμως είχε διαπιστώσει στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας, αυτή η συμβίωση δεν ήταν καθόλου ιδανική. Στην επίσκεψη του λόχου του στα φυλακισμένα μνήματα, στον τάφο του ήρωα μαθητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη και του αγωνιστή της ΕΟΚΑ Γρηγόρη Αυξεντίου, διαπίστωσε ότι το νησί είχε υποστεί από τους Άγγλους μια μακρά τυραννική κατοχή, στα 82 χρόνια της Αγγλοκρατίας μέχρι το 1960. Δυστυχώς όμως λίγα χρόνια μετά, το 1974, η πολύπαθη Κύπρος υπέστη μια νέα τραγωδία, μια νέα κατοχή, από τους Τούρκους αυτήν την φορά. Αυτή η συνεχιζόμενη κατοχή του νησιού που χρόνια μετά έφερε και τον ίδιο να υπηρετήσει στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου. 

Σε λίγο καιρό ο υποδιοικητής έπινε νερό στο όνομα του για τα ηλεκτρολογικά έργα που ολοκλήρωσε. Και δεν ήταν μόνο αυτό, ένα σωρό επισκευές από το ενισχυτή για τις εκδηλώσεις του στρατοπέδου μέχρι της διάφορες μικροσυσκευές. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε όταν χάλασε η τηλεόραση στην λέσχη αξιωματικών. Την έφτιαξε μέσα σε λίγες ώρες και το τσιγκελωτό μουστάκι του υποδιοικητή, από το χαμόγελο έφτασε μέχρι τα αυτιά μιας και δεν θα έχαναν το ποδόσφαιρο το βράδυ. Επιπλέον ο διοικητής έδωσε στον υφιστάμενο του και συγχαρητήρια το βράδυ στον αγώνα, για την άμεση επισκευή του τεχνικού, που φυσικά ο ίδιος είχε υπό την επίβλεψη του !!!! 
Τώρα πια δεν είχε ανάγκη κανέναν από τους παλιούς, ίσα ίσα τον παρακαλούσαν να τους δώσει ρεύμα σε καμιά μπρίζα για τις “παράνομες” τηλεοράσεις τους και εκείνος το χρησιμοποιούσε ως μέσο πίεσης για να σώζει κανέναν νέο από τα νύχια και τις ξιφολόγχες τους που τρυπούσαν ανελέητα κάτω από το στρώμα τους «γιούς».
Ο Σταμάτης, ο Πετρωτός έφυγε σε λίγο καιρό μαζί με τις σειρές του για Ελλάδα, μα όσο έμειναν μαζί στο στρατόπεδο εκείνος επιβεβαίωσε ξανά και ξανά την καλοσύνη αυτού του παιδιού με το ίδιο με εκείνον ασημί… 

22 Ιανουαρίου 2017


Ξημέρωνε παγωμένη η Κυριακή. Ο Βαρδάρης εδώ και ώρες στροβιλιζόταν στην κοιλάδα του Αξιού και κατέβαζε μαζί του όλη την παγωνιά των Βαλκανίων. Από τα μεσάνυχτα του Σαββάτου λυσσομανούσε καθώς διέσχιζε τον κάμπο των τριών ποταμιών, και όταν έφτανε στην πόλη ξεχυνόταν με μανία πάνω της. 
Όλο το βράδυ περιδιάβαινε με βοή τους άδειους δρόμους σαν μεθυσμένος αλήτης, παρασέρνοντας ότι έβρισκε στο διάβα του. Καλά τα ντενεκεδόκουτα μα πιο πολύ διασκέδαζε με τους εκκωφαντικούς θορύβους από τις τέντες που βογκούσαν σπαρακτικά καθώς τις τραμπάλιζε με όλη του την ορμή, τίποτα δεν παρέμεινε γαλήνιο τούτο το βράδυ. Όλο το βράδυ κύκλωνε με τις παγερές αναπνοές του τις γειτονιές της Άνω Πόλης και κάθε τόσο ορμούσε στον Κέδρινο λόφο σφυρίζοντας τον γνώριμο σκοπό του ανάμεσα από τα πεύκα που πάλευαν να κρατηθούν στο χώμα. Έπειτα σαν επιδέξιος ακροβάτης με σάλτα και ελιγμούς περνούσε ανάμεσα απ’ τα αρχαία χαλάσματα του τείχους κι άφριζε τον Θερμαϊκό καθώς χοροπηδούσε στα νερά του.

Κυριακή 22 του Γενάρη και το εορτολόγιο έγραφε Αναστασίου του Πέρσου. Ο Τάσος πάντα γιόρταζε το Πάσχα, αλλά από φέτος είχε αποφασίσει να γιορτάζει δυο φορές. Θα γιόρταζε και το Πάσχα στην μέση της Άνοιξης όμως και στο καταχείμωνο, στις 22 Ιανουαρίου του Αναστασίου του Πέρσου. Έτσι, όπως ο ίδιος έλεγε και θα τιμούσε τον Άγιο και θα επέκτεινε τις γιορτές των Χριστουγέννων που του άρεσαν πολύ μέχρι τα τέλη του Γενάρη. Όχι ότι τον ενδιέφεραν τα δώρα, όμως ευχές θα έπαιρνε δυο φορές και ίσως έτσι να έπειθε και την Μαρία, να του αφήσει το χριστουγεννιάτικο δένδρο στο σαλόνι μέχρι την γιορτή του. Θα το λάτρευε αυτό !!! Επιπλέον φέτος στην Θεσσαλονίκη είχε πολλά κρύα και το χιόνι που είχε πέσει μέρες πριν, είχε μείνει σε πολλά ανήλια σημεία. Χαρά μεγάλη για τον εορτάζοντα που παρά τα προβλήματα αγαπούσε υπερβολικά το χιόνι και γίνονταν πάλι παιδί στο λευκό τοπίο !!!

Λίγη ώρα πριν χτυπήσουν οι καμπάνες της Αγίας Βαρβάρας, το κουδούνι στο ισόγειο διαμέρισμα απέναντι από την εκκλησία χτύπησε επίμονα, μακρόσυρτα, δυο και τρεις φορές. Παρά τον τρελό Βαρδάρη τέτοια ώρα όλοι στο σπίτι κοιμόταν βαθιά, όμως το κουδούνισμα ήταν τόσο επίμονο που ξύπνησαν άπαντες. Ο Τάσος τινάχθηκε και ζαλισμένος από τον βαθύ ύπνο φτάνοντας στην πόρτα κοίταξε μέσα από το ματάκι της⸱ να σιγουρευτεί πριν ανοίξει. Δεν είδε κάποιον και έκανε να φύγει, όμως τότε άκουσε την ξεψυχισμένη φωνή ενός άντρα, που βογκούσε πονεμένα,
“Ωχχ… μάνα μου…” “Ωχχχ… πονώ…”

Σε αυτό το μακρόσυρτο κάλεσμα σε βοήθεια δεν ήταν δυνατόν να κάτσει κρυμμένος και πετάχτηκε έξω από το ανώγειο διαμέρισμα του. Πέντε έξι άνθρωποι ήταν μαζεμένοι. Ο γείτονας του στον τελευταίο όροφο, το γεροντοπαλίκαρο ο Θωμάς κείτονταν ματωμένος πάνω στο μωσαϊκό, στην μέση του φωταγωγού.
“Πως έγινε;” Ρώτησε ο Τάσος αλαφιασμένος από την αναπάντεχη εικόνα. Εκτός από μια εξίσου απορημένη και τρομοκρατημένη ματιά του Μηνά, του αδερφού του Θωμά απάντηση δεν πήρε καθώς το σοκ όλων ήταν μεγάλο. Ο Θωμάς κατά την πτώση του, όπως όλα έδειχναν κάπου απ’ την σκάλα ίσως λόγω του παγωμένου χιονιού που είχε μαζευτεί κάτω από τα παπούτσια του, είχε σχεδόν παραλύσει. Τα άκρα του δεν υπάκουαν καθόλου, παρά μόνο εκτελούσαν αυτοβούλως κάποιες σπασμωδικές κινήσεις. 
Πάνω από τον Θωμά σκυφτός ένας διασώστης του ΕΚΑΒ, προσπαθούσε να του δώσει τις πρώτες βοήθειες. 

Η αλήθεια ήταν πως ο Θωμάς, ναι μεν γλιστρούσε από το παγωμένο χιόνι των παπουτσιών του όμως είχε γυρίσει από το μπαρ στουπί, δεν έβλεπε μπροστά του. Στο “Captain’s” τα κορίτσια του ιδιοκτήτη, του θρυλικού Χοντρού ήταν στα καλύτερα τους. Ο Χοντρός στα νιάτα του είχε περάσει λίγα χρόνια απ’ τα καράβια. Στο πέρασμα του γνώρισε όλα τα καταγώγια των λιμανιών, σε Ευρώπη, Ασία, Αφρική, ακόμη και ιστορίες από το μακρινό Περού διηγιόταν σήμερα, 35 χρόνια μετά. Όμορφη ζωή μα τον πείραζε η θάλασσα, έτσι για να μην του λείπουν τα κορίτσια και οι ιστορίες των λιμανιών άνοιξε ένα μαγαζί με γυναίκες στην Τούμπα. 
«Κωλόμπαρο» δεν τολμούσε κανείς να το αποκαλέσει γιατί ο Χοντρός θα του έκοβε τα πόδια. “Εγώ τις σέβομαι ρε τις κοπέλες” έλεγε σε κανένα μάγκα που άπλωνε το χέρι στα κορίτσια του. “Μεροκάματο θέλουν και αυτές και εγώ. Μόνο κανένα ποτό παραπάνω να κερνούν οι μουστερήδες θέλω, σε τίποτα άλλο δεν μπλέκομαι” Στην αρχή το μαγαζί του είχε μόνο Ελληνίδες, ύστερα γέμισε και με κορίτσια από διάφορα μέρη. “Πάντα όμως καθαρές δουλειές, οι νταβατζήδες μακριά μου” προειδοποιούσε δείχνοντας τις ατσαλένιες γροθιές του. 

Χρόνια στην πιάτσα ο Χοντρός άλλα τόσα και ο Θωμάς που αν και την μέρα δούλευε σκληρά ως οδηγός σε μια αποθήκη ηλεκτρικών ειδών, τα βράδια δεν ήθελε ησυχία. Στην αρχή ήταν ένας πελάτης σαν όλους τους άλλους μα με τα χρόνια οι δυο τους γινήκανε αδέρφια.
Εκείνο το Σαββατόβραδο στις 21 του Γενάρη, από νωρίς ο Θωμάς κερνούσε και έπινε. Ευτυχώς αν και το προηγούμενο πρωί είχε καλογυαλίσει με τα χεράκια του όπως πάντα το αγαπημένο του δίλιτρο Mercedes⸱ μοντέλο του τέλους της προηγούμενης χιλιετίας, δεν το είχε πάρει μαζί του.
Κατά τις 4.30 τα ξημερώματα της Κυριακής, μπήκε στην πολυκατοικία του παραπατώντας. Ανέβηκε μέχρι ένα σημείο και μέσα στο μεθύσι όπως γλιστρούσε, παραπάτησε. Έπεσε από την σκάλα στο φωταγωγό από ύψος τριών μέτρων, ευτυχώς είχε πέσει πρώτα με τα πόδια και έπειτα το κεφάλι του χτυπήθηκε στον πλαϊνό τοίχο. Πέρασε ώρα μέχρι να τον βρει τυχαία μια γειτόνισσα που κατέβαινε για την θεία λειτουργία στην Αγία Βαρβάρα.

Ένας δεύτερος τραυματιοφορέας μπήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας μαζί με το ειδικό καρότσι μεταφοράς.
- κ. Θωμά με ακούς; Τον ρώτησε ο διασώστης που μόλις που του είχε μπατάρει το κεφάλι καλά με γάζες και ελαστικό επίδεσμο, όμως δεν πήρε καμιά απάντηση.
- κ. Θωμά θα σε σηκώσουμε να κάτσεις στο καρότσι, μπορείς να πατήσεις στα πόδια σου; Μπορείς;
- Ωχ μάνα, ωχχ… πονώωωω… μάναααα… βόγκηξε ο Θωμάς.
Ο τραυματιοφορέας σήκωσε το κεφάλι του και ζήτησε απ’ τους άνδρες που ήταν παρόντες,
- Παιδιά, όλοι μαζί να τον πιάσουμε, σιγά - σιγά.
Η φωνή, ναι αυτή η φωνή δεν ήταν αδίκως τόσο περίεργα οικεία. Σαν σήκωσε το κεφάλι του ο Τάσος τον αναγνώρισε αμέσως. 
- Ρε ασιμί τι κάνεις; Τον ρώτησε έκπληκτος. Ήταν ο Σταμάτης, ο Σταμάτης ο Πετρωτός, είκοσι χρόνια πριν στο στρατόπεδο στην Κύπρο, εκείνο το βράδυ στο φυλάκιο…
Ένα, δύο, τρία… ο Θωμάς ημιαναίσθητος με την βοήθεια όλων κάθισε στο καρότσι.
Ενώ ο συνάδερφος του περνούσε το ιμάντα συγκράτησης στον Θωμά, ο Πετρωτός ήρθε κοντά στον παλιό συνάδελφο, του χαμογέλασε με εκείνο το γνώριμο γεμάτο καλοσύνη ανοιχτόχρωμο βλέμμα του και του απάντησε,
- Την δουλειά μου, ρε ασιμί…


Επίλογος
Όταν έφυγε το ασθενοφόρο δεν επέστρεψα στο κρεβάτι μου. Εκτός του ότι πια δεν μου κολλούσε ύπνος από την ταραχή, μέσα μου είχε γεννηθεί ένα νέο διήγημα, το τελευταίο διήγημα που θα ξεκινούσα σε εκείνη την πολυκατοικία της οδού Στρατηγού Παπούλα, μα θα ολοκληρώνονταν σε ένα νέο σπίτι, μιας και σε λίγο καιρό θα μετακομίζαμε. Ευτυχώς αυτό το ατύχημα δεν ήταν μοιραίο, ο “Θωμάς” σώθηκε.
Το διήγημα λοιπόν ολοκληρώθηκε λίγους μήνες μετά την μετακόμιση μας στο νέο σπίτι. Τις πρώτες σκόρπιες προτάσεις, το στόλισμα της ιστορίας που ξεκίνησα στην Τούμπα την ολοκλήρωσα στα Κυβέλεια, στην γειτονιά των εφηβικών μου χρόνων. Αυτή την δεύτερη φορά επέστρεψα στην παλιά μου γειτονιά στην δική μου ωριμότητα παντρεμένος με την Μαρία μου και έφηβη τώρα πια στην δική μου θέση, είναι η Κλαίρη μου.
Το «Είκοσι χρόνια μετά…» γράφτηκε χωρίς δυσκολία καθώς μόνο λίγη μυθοπλασία αρκούσε. Δεν χρειαζόταν να σκεφτώ καμιά πλοκή, τοπία, πρόσωπα και χαρακτήρες. Δεν χρειαζόταν τίποτα από όλα αυτά γιατί ήταν ένα διήγημα απλά αληθινό, που τόσο ευφάνταστα έγραψε η ίδια η ζωή σε Κύπρο και Θεσσαλονίκη, με πρόσωπα που είχαν σάρκα και οστά. Ένα διήγημα με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο γεμάτο από καλοσύνη, έναν αφανή ήρωα που η “δουλειά” του ταίριαζε απόλυτα με τον χαρακτήρα του. Είκοσι χρόνια μετά… 


Αφιερωμένο στις γυναίκες και στους άνδρες, τραυματιοφορείς και ιατρούς του ΕΚΑΒ, που δίνουν ψυχή και σώμα για τον συνάνθρωπο στις πιο κρίσιμες στιγμές της ζωής του.
Στην παλιά πολυκατοικία μας στην Τούμπα και στους ανθρώπους της. 
Στην Μαρία και την Κλαίρη, στην νέα μας αρχή.


Α. Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017
Ποίημα, Καλοσύνη, Αναστάσιος Βαλμάς, Ανέκδοτο Δεκέμβριος 2017.
Θερμές ευχαριστίες στον ζωγράφο Ντίνο Παπασπύρου:

ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-117, Οικισμός Χαλκιδικής (Κωδ.725)
ΠΙΝΑΚΑΣ-Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι. Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά...(2), τέμπερα, 37Χ64 εκ., 2001, Κωδ. 522

Επεξηγήσεις:
*Ασιμί προσφώνηση από το ΑΣΜ (Αριθμός Στρατιωτικού Μητρώου). Ένα τμήμα αυτού του μοναδικού αριθμού, είναι κοινό στους στρατευμένους από την ίδια περιοχή και ως εκ τούτου έχει καθιερωθεί να αποκαλούνται έτσι μεταξύ τους.
* Νούμερο, η σκοπιά, η ώρα της σκοπιάς π.χ. 4 – 6 το πρωί
* Σειρά, π.χ. 236, 237 κλπ Στρατιώτης με την ίδια ημερομηνία παρουσίασης, στο κέντρο νεοσυλλέκτων.
* Πατέρας & Γιος, ο παλιός και ο νέος αντιστοίχως στις στρατιωτικές μονάδες
* Όρχος, το σημείο όπου βρίσκονται συγκεντρωμένα τα στρατιωτικά οχήματα στο στρατόπεδο
* Κουμπάροι, παρατσούκλι για τους Κυπρίους.
* Τεχνίτης Τηλεπικοινωνιών, στρατιωτική ειδικότητα 

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Νεότερη Παλαιότερη