Μίνα Αποστολίδη, η βασίλισσα της σοκολάτας
Πόσο θράσος απαιτείται, για να πας να ανοίξεις –ως Ελληνίδα– τη δική σου σοκολατοποιία στην «καρδιά» τού Βελγίου, μιας χώρας με παράδοση αιώνων στη σοκολάτα;
Μάλλον όχι πολύ, αν ξέρεις ότι μπορείς να βασιστείς στο ανεξάντλητο μεράκι και στην πηγαία δημιουργικότητά σου, αλλά και στις εξαιρετικές, προσεκτικά επιλεγμένες πρώτες ύλες, που σου επιτρέπουν να δημιουργείς χειροποίητα αριστουργήματα.
Μάλλον όχι πολύ, αν ξέρεις ότι μπορείς να βασιστείς στο ανεξάντλητο μεράκι και στην πηγαία δημιουργικότητά σου, αλλά και στις εξαιρετικές, προσεκτικά επιλεγμένες πρώτες ύλες, που σου επιτρέπουν να δημιουργείς χειροποίητα αριστουργήματα.
Κυρίες και κύριοι, το «foodpaper» της "Μακεδονίας", μας συστήνει το «success story»
ΕΦΤΙΑΞΕ τα πρώτα της γλυκά όταν πήγαινε μόλις στη δευτέρα δημοτικού, με τη βοήθεια ενός βιβλίου τής Χρύσας Παραδείση και με την αμέριστη συνδρομή και υποστήριξη της μητέρας της (μάλιστα, φρόντιζε ήδη από τότε το branding των προϊόντων της, δημιουργώντας τις δικές της συσκευασίες και ετικέτες για τα καλούδια που έφτιαχνε).
Ακολούθησαν οι σπουδές στην Αμερική (περιέργως, όχι στη ζαχαροπλαστική), ένα πέρασμα από το Ντουμπάι (όπου ξεκίνησε η επαγγελματική ενασχόλησή της με το αντικείμενο –μάλιστα, εκεί απέκτησε και τους πρώτους γαλαζοαίματους πελάτες της), η επιστροφή για 7 χρόνια στην Ελλάδα και, το 2012, η οριστική μετακόμιση στις Βρυξέλλες, όπου αποφάσισε να μπει με αξιώσεις στον πιο γλυκό «στίβο» τής υψηλής γαστρονομίας.
Ακολούθησαν οι σπουδές στην Αμερική (περιέργως, όχι στη ζαχαροπλαστική), ένα πέρασμα από το Ντουμπάι (όπου ξεκίνησε η επαγγελματική ενασχόλησή της με το αντικείμενο –μάλιστα, εκεί απέκτησε και τους πρώτους γαλαζοαίματους πελάτες της), η επιστροφή για 7 χρόνια στην Ελλάδα και, το 2012, η οριστική μετακόμιση στις Βρυξέλλες, όπου αποφάσισε να μπει με αξιώσεις στον πιο γλυκό «στίβο» τής υψηλής γαστρονομίας.
Σήμερα πια, με τη μπράντα «Mina Handmade Chocolates» να είναι γνωστή εντός και εκτός των βελγικών συνόρων, είναι έτοιμη να κάνει το επόμενο επαγγελματικό βήμα, ανοίγοντας το πρώτο της μαγαζί στο Βέλγιο –έναν χώρο που θα συστεγάζει το εργαστήριό της με μια μπουτίκ σοκολάτας, διαθέτοντας την υποδομή για εκδηλώσεις γευσιγνωσίας για ενηλίκους, αλλά και ένα εργαστήριο σοκολάτας για μικρούς.
Περί της Θεσσαλονικιάς σοκολατοποιού Μίνας Αποστολίδη ο λόγος, η οποία βάλθηκε να κατατροπώσει τους Βέλγους (και όχι μόνον) εντός έδρας –και, μάλιστα, σε ένα εντελώς δικό τους προϊόν. Το «foodpaper» τη συναντά και ζητά να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για το γλυκό «success story» της…
Αν δεν κάνω λάθος, ο προπάππος σου ήταν φημισμένος Κωνσταντινουπολίτης τεχνίτης του χαλβά… Ισχύει ότι το πρώτο γλυκό που έφτιαξες εσύ, ως παιδί ακόμη, ήταν μια μους σοκολάτας με τη βοήθεια ενός βιβλίου μαγειρικής, όταν ήσουν ακόμη στη δευτέρα δημοτικού; Και ότι λίγο αργότερα ακολούθησαν «βραχάκια» σοκολάτας, τα οποία χάριζες στους φίλους σου μέσα σε κουτάκια με το όνομά σου;
Ναι σε όλα! Ο παππούς τού παππού μου από τη μεριά τής μητέρας μου ήταν όντως φημισμένος τεχνίτης τού χαλβά στην Πόλη. Επίσης, όντως στη δευτέρα δημοτικού μια φίλη τής γιαγιάς μου, η Αλεξάνδρα Κωνσταντινίδου (που με αγαπούσε και την αγαπούσα ιδιαίτερα), μου έκανε δώρο την «Πρώτη μου Μαγειρική» τής Χρύσας Παραδείση.
Ήταν το πρώτο μου βιβλίο μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, το οποίο έχω ακόμη. Έτσι άρχισα να πειραματίζομαι σε γλυκά και αλμυρά με τη βοήθεια της μητέρας μου που, προς τιμήν της, μου έδινε βήμα για δημιουργία και μου έδειχνε εμπιστοσύνη, παρακαλώντας με να ετοιμάσω κάτι και για τα καλέσματα των μεγάλων –είτε των γονιών μου είτε της γιαγιάς μου.
Ήταν το πρώτο μου βιβλίο μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, το οποίο έχω ακόμη. Έτσι άρχισα να πειραματίζομαι σε γλυκά και αλμυρά με τη βοήθεια της μητέρας μου που, προς τιμήν της, μου έδινε βήμα για δημιουργία και μου έδειχνε εμπιστοσύνη, παρακαλώντας με να ετοιμάσω κάτι και για τα καλέσματα των μεγάλων –είτε των γονιών μου είτε της γιαγιάς μου.
Πράγματι, έχεις δίκιο… Οι πρώτες μου σοκολάτες ήταν τα γνωστά «ανώμαλα» ή «βραχάκια»: δηλαδή, λιώσιμο σοκολάτας σε μπεν μαρί, καβούρντισμα αμυγδάλων –φυσικά, όχι στρώσιμο σοκολάτας τότε– και ένωση των δύο.
Τα σοκολατάκια αυτά τα έβαζα σε άδεια βαζάκια από καφέ ή μαρμελάδα, ζωγράφιζα με λουλουδάκια τις κλασσικές σχολικές ετικέτες με το μπλε περίγραμμα και έγραφα με καλλιγραφικά γράμματα «Chez Mina». Γι’ αυτό το τελευταίο ομολογώ ότι σοκαρίστηκα κάπως πριν από κανέναν χρόνο, που το θυμήθηκα: ήταν άραγε από τότε στο υποσυνείδητό μου ότι μια μέρα θα δημιουργώ με τη σοκολάτα σε γαλλόφωνο περιβάλλον;
Τα σοκολατάκια αυτά τα έβαζα σε άδεια βαζάκια από καφέ ή μαρμελάδα, ζωγράφιζα με λουλουδάκια τις κλασσικές σχολικές ετικέτες με το μπλε περίγραμμα και έγραφα με καλλιγραφικά γράμματα «Chez Mina». Γι’ αυτό το τελευταίο ομολογώ ότι σοκαρίστηκα κάπως πριν από κανέναν χρόνο, που το θυμήθηκα: ήταν άραγε από τότε στο υποσυνείδητό μου ότι μια μέρα θα δημιουργώ με τη σοκολάτα σε γαλλόφωνο περιβάλλον;
Τα φοιτητικά σου χρόνια σε βρίσκουν στην Αμερική να σπουδάζεις επικοινωνία, δημοσιογραφία και δημόσιες σχέσεις… Πώς μπαίνει η σοκολατοποιία στην εξίσωση;
Πάντα ήθελα να σπουδάσω δημόσιες σχέσεις. Πήρα μια υποτροφία και πήγα. Στην Αμερική είναι βασικό να γράφεις καλά, οπότε είχα πάρει πολλά μαθήματα δημοσιογραφίας και έτσι κατέληξα να κάνω διπλή ειδικότητα. Στον τομέα τής επικοινωνίας, άλλωστε, δούλεψα για 10 συνεχόμενα χρόνια…
Η σοκολάτα υπήρχε πάντα. Όποτε μπορούσα, παρακολουθούσα σεμινάρια σε Αμερική ή Ελβετία και, κυρίως, μελετούσα και πειραματιζόμουν πολύ. Είμαι αυτό που θα λέγαμε «σοκολατοποιός από καρδιάς»… (Γελάει).
Κάποια στιγμή το 2003 βρίσκεσαι να ζεις με την οικογένειά σου στο Ντουμπάι. Εκεί ήταν όπου θα έλεγες ότι «ενηλικιώθηκες» στη σοκολατοποιία; Ισχύει ότι την εποχή εκείνη δεχόσουν παραγγελίες για σοκολατάκια ακόμη και από μέλη της βασιλικής οικογένειας του εμιράτου;
Στο Ντουμπάι ήταν που άρχισα να πουλάω τις σοκολάτες μου. Είχα παραιτηθεί από τη δουλειά μου στην επικοινωνία –εργαζόμουν στο Αμερικανικό Κολλέγιο «Ανατόλια» – και είχα πάει στο εμιράτο ως σύζυγος και ως μαμά. Δεν μπορούσα να δουλέψω στον «λιβανοκρατούμενο» χώρο τής επικοινωνίας, δεν μπορούσα όμως και να πηγαίνω από εμπορικό κέντρο σε καφέ και αντίστροφα.
Έτσι, μια που τότε δεν είχε ακόμη σπουδαίες σοκολάτες εκεί και με δεδομένο ότι είχα έτοιμη και την πελατεία μου –μέσα από τα σχολεία των παιδιών μου και από τους expats συνεργάτες και φίλους –, ξεκίνησα δειλά δειλά να φτιάχνω και να πουλάω.
Ισχύει αυτό που λες: πράγματι αγόραζαν τις σοκολάτες μου δύο μέλη τής οικογένειας Αλ Μακτούμ, μέσω τρίτων προσώπων.
Μετά από μια σύντομη επιστροφή στη Θεσσαλονίκη, αποφασίζεις να κάνεις το μεγάλο άλμα το 2012, ανοίγοντας το δικό σου εργαστήριο σοκολάτας, το «Mina Handmade Chocolates», στην Avenue des Desirs 29, στις Βρυξέλλες. Πόσο θράσος απαιτείται, για να πάει κάποιος να ανοίξει σοκολατοποιία στην «καρδιά», για πολλούς, της συγκεκριμένης βιομηχανίας διεθνώς;
Η επιστροφή στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν καθόλου σύντομη –κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια. Επτά γεμάτα χρόνια, με δοκιμασίες, έντονες χαρές και έντονες λύπες…
Στη Θεσσαλονίκη αποφάσισα να αλλάξω επαγγελματική πορεία, να αφήσω την επικοινωνία και να ασχοληθώ μόνο με τη σοκολάτα. Αυτό ήταν μια απόφαση που την πήρα έπειτα από το «σπρώξιμο» του αγαπημένου μου φίλου –αδελφού– Μάρκο Πενίζι, που τελικά μού κάνει και σχεδόν όλα τα γραφιστικά μου, μια που έχει ένα από τα μεγαλύτερα γραφιστικά στούντιο στο Μιλάνο.
Στο Βέλγιο έφτασα τον Αύγουστο του 2012, ξεκίνησα ωστόσο επίσημα ως σοκολατοποιός στο τέλος τού 2013. Νομίζω ότι για αρκετούς –τουλάχιστον, στην αρχή– ήμουν λίγο γραφική: «Η Ελληνίδα που ήρθε στο Βέλγιο, για να κάνει σοκολάτες μόνη της…». Με έσωζε η επιτυχημένη παράδοση του Leonidas(!). Πολλοί μου έλεγαν: «Μπορεί να είσαι η νέα ‘Λεωνίδας’…».
Η αλήθεια είναι ότι, στην πορεία, όταν ο κόσμος δοκίμαζε τις σοκολάτες μου, έβλεπε ότι υπάρχει περιθώριο και για τις «Mina Handmade Chocolates», λόγω ποιότητας, διαφορετικών γεύσεων και εμφάνισης.
Βέβαια, εγώ έφτασα στις Βρυξέλλες για προσωπικούς λόγους… Ήταν απλώς ζήτημα εξαιρετικής συγκυρίας να είμαι σοκολατοποιός και να έχουν γνωρίσει ήδη –και να έχουν εκτιμήσει– τις σοκολάτες μου άνθρωποι σημαντικοί στον εδώ χώρο της γαστρονομίας, που με στήριξαν και με στηρίζουν. Οπότε, για εμένα ήταν μονόδρομος, το «φυσιολογικό» πράγμα να κάνω… Ποτέ δεν το είδα διαφορετικά –αν και τώρα που το σκέφτομαι ήταν μάλλον «θράσος»…
Ποιο είναι το μυστικό, για να φτιάξει κάποιος εκπληκτικές σοκολάτες, όπως οι δικές σου; Ποιες είναι οι δημιουργίες σου, για τις οποίες είσαι περισσότερο υπερήφανη;
Κατ’ αρχάς, σ’ ευχαριστώ… Κατά δεύτερον, ποιο είναι το μυστικό; Δεν είναι μυστικό: εξαιρετικές πρώτες ύλες, αγάπη γι’ αυτό που κάνεις, σεβασμός προς το κοινό και όχι μαζική παραγωγή.
Διαλέγω τις πρώτες ύλες μου με μεγάλη προσοχή: χρησιμοποιώ αποκλειστικά σοκολάτες τής γαλλικής εταιρείας Valhrona (μάλιστα, για δεύτερο χρόνο τώρα είμαι μέλος τού Circle V, ως επίσημη παρτενέρ της εταιρείας), τις οποίες θεωρώ εξαιρετικές, είτε είναι Gran Cru είτε Gran Cru de Terroir (δηλαδή, single origin), παρότι είναι πολύ ακριβότερες από τις αντίστοιχες βελγικές ή ελβετικές.
Στο ίδιο μήκος κύματος, οι ξηροί καρποί μου, τα ξηρά φρούτα, τα μυρωδικά μου κοκ. είναι επιλεγμένα με αυστηρότητα, πάντα με γνώμονα την εξαιρετική ποιότητα: αμύγδαλα Καβάλας, φιστίκια Αιγίνης, ροδόνερο από τον Λίβανο, ταχίνι ελληνικό, κάρδαμο από τη Μέση Ανατολή, μάνγκο και ινδοκάρυδο fair trade, για να αναφέρω μερικά.
Τους ξηρούς καρπούς τούς παίρνω φρέσκους και τους επεξεργάζομαι εγώ, για να έχω το αποτέλεσμα που θέλω στις συνταγές μου. Παράλληλα, αποφεύγω να χρησιμοποιώ έτοιμα προϊόντα στις σοκολάτες μου, όπως γενικώς συνηθίζεται για εξοικονόμηση χρόνου και χρήματος.
Πριν από χρόνια, μια άγνωστή μου κυρία, η οποία είχε διαβάσει μια παρουσίαση της δουλειάς μου το 2009 σε ένα ελληνικό περιοδικό γαστρονομίας, μου είχε πει στο τηλέφωνο: «Φαίνεται ότι οι σοκολάτες σας είναι φτιαγμένες από αγάπη».
Πιστεύω ότι η ενέργεια που βάζεις ή δεν βάζεις σε ό,τι κάνεις φαίνεται –και αυτό ισχύει ιδιαίτερα στο φαγητό. Εγώ βάζω όλη την αγάπη μου και έτσι κάθε δημιουργία μου είναι ακόμη ένα παιδί μου (εκτός από τα πέντε που έχουμε στο σπίτι, τρία δικά μου και δύο του άνδρα μου –άσχετο;).
Όταν, λοιπόν, αγαπάς αυτό που κάνεις, το προσέχεις και δεν μπορείς να το κάνεις όπως να ‘ναι. Αυτό άμεσα σημαίνει ότι η παραγωγή είναι συγκεκριμένη και χειροποίητη, όχι μαζική.
Ως προς την ερώτησή σου για το ποια είναι τα προϊόντα μου, για τα οποία είμαι υπερήφανη… Είναι πολλές οι δημιουργίες μου που έχουν πίσω τους μιαν ιστορία ή για τις οποίες είμαι υπερήφανη –βασικά, υπερήφανος είσαι για όλα σου τα παιδιά, έτσι δεν είναι;
Όλες είναι αποτέλεσμα έμπνευσης, μελέτης και δουλειάς, ώσπου να βγει το ποθητό αποτέλεσμα: η πρώτη μου τρούφα «Παυλίνα», το 2001, προς τιμήν τής μαμάς μου, που κάνει το βύσσινο λικέρ που χρησιμοποιώ.
Η «Σεχραζάτ», με το ταχίνι και το καραμελωμένο και αλατισμένο αμύγδαλο. Όλες οι λαζούρες μου (βαφτισμένες από τη φίλη σχεδιάστρια κοσμημάτων Κατερίνα Ιωαννίδη), το καναπέ με το αποξηραμένο βύσσινο, η «Layla» με το τριαντάφυλλο, η «Σοφία», η τρούφα με το ελαιόλαδο, το πορτοκάλι και την κανέλα, αυτή με το παλαιωμένο Πόρτο… Δύσκολο να ξεχωρίσω μία… Θα σου απαντούσα, επομένως, «όλες».
Αυτές που ανέφερα είναι κυρίως αυτές που εγώ, αν τις έχω, μπορεί να τις φάω.
Μαθαίνω ότι ετοιμάζεσαι μέσα στις αμέσως επόμενες εβδομάδες να κάνεις το επόμενο μεγάλο βήμα σου. Θα ήθελες να μας μιλήσεις λίγο γι’ αυτό;
Κι εμένα μου αρέσει να μιλάω «λίγο» γι’ αυτό… (γελάει). Είναι ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Μέσα στον επόμενο μήνα, με το καλό, θα ανοίξω το πρώτο μου μαγαζί στο Βέλγιο, στα περίχωρα των Βρυξελλών –και, συγκεκριμένα, στο Rhode Saint Genese (στη Rue du Hameau 112), μόλις 12 χιλιόμετρα από το κέντρο. Εκεί θα συστεγάζονται το εργαστήριο με τη μπουτίκ σοκολάτας. Συγχρόνως θα είναι κι ένας χώρος για μικρές εκδηλώσεις γευσιγνωσίας για ενηλίκους, αλλά και ένα εργαστήριο σοκολάτας για μικρούς. Παράλληλα, θα προσφέρω και τη δυνατότητα delivery, αρχικά στην περιοχή των Βρυξελλών.
Αλήθεια… Πόσο σε επηρεάζουν τα ελληνικά προϊόντα στις δημιουργίες σου; Σε ρωτώ, παίρνοντας αφορμή από την πρόσφατη, 1η Gourmet Olive Exhibition της Θεσσαλονίκης, όπου παρουσίασες ένα πολύ ιδιαίτερο spread με σοκολάτα, ελαιόλαδο, μέλι και αλάτι…
Ξεκάθαρα, πάρα πολύ. Εμπνέομαι από την Ελλάδα κυρίως, αλλά και από τη Μέση Ανατολή. Για κάθε μία σοκολάτα μου θα επηρεαστώ είτε από κάποια ανάμνηση είτε από ένα συστατικό είτε από μια μυρωδιά οικεία. Άλλωστε, αυτή είναι και μια ειδοποιός διαφορά στη δουλειά μου, σε σύγκριση με τους εκατοντάδες σοκολατοποιούς τής περιοχής.
Βέβαια, το spread «α λα Καταλάν» που ανέφερες, παρότι με ελληνικό ελαιόλαδο, μέλι και ανθό αλατιού, είναι εμπνευσμένο από το πρώτο «γλυκό» των Ισπανών μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν, ελλείψει τροφίμων και γλυκών, έπαιρναν ένα κομμάτι μπαγκέτας, άλειφαν επάνω λίγη λιωμένη σοκολάτα και το ράντιζαν με λίγο ελαιόλαδο, ρίχνοντας στο τέλος και ελάχιστο αλάτι…
Οι δημιουργίες σου ταξιδεύουν συχνά για Θεσσαλονίκη –μπορούμε να τις βρίσκουμε στη «Σοκολατρεία» τής οδού Μητροπόλεως 111. Εσύ, πόσο συχνά έρχεσαι στη Θεσσαλονίκη; Πού σου αρέσει να πηγαίνεις, όταν επιστρέφεις στα πάτρια;
Πράγματι, το «σπίτι» αρκετών από τις σοκολάτες μου είναι στο μόνο κατάστημα που είναι εξειδικευμένο στη σοκολάτα στη Θεσσαλονίκη, στη «Σοκολατρεία» τής οδού Μητροπόλεως. Μέσα από αυτήν τη συνεργασία –που με γεμίζει χαρά, επειδή «υπάρχω» στην πόλη μου– έχω γνωρίσει πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, οι οποίοι έχουν εξελιγμένο ουρανίσκο, αξιολογούν ένα προϊόν υψηλής ποιότητας και, στην Ελλάδα της κρίσης, επιλέγουν να δώσουν το αντίστοιχο αντίτιμο. Παράλληλα, έχω κρατήσει επαφή και με κάποιους άλλους, που έγιναν φίλοι μέσα από τις σοκολάτες, όταν ακόμη ήμουν εδώ.
Όσο η δουλειά μου γίνεται πιο απαιτητική τόσο λιγότερο έρχομαι. Κάθε φορά, όμως, που με τιμούν, καλώντας με να λάβω μέρος σε κάποια διοργάνωση, όπως η 1η Gourmet Olive Exhibition, τότε αρπάζω την ευκαιρία και έρχομαι, έστω και για δύο ημέρες –ή, τουλάχιστον, το προσπαθώ πολύ… Βλέπετε, η καρδιά είναι πάντα στο σπίτι σου και για εμένα αυτό είναι η Θεσσαλονίκη.
Πού μου αρέσει να πηγαίνω; Μα, φυσικά, στο κέντρο, να δω και να αγκαλιάσω φίλους. Τα παιδιά μου μού είπαν φέτος το καλοκαίρι: «Μαζί σου δεν κατεβαίνουμε, όλο σταματάς και μιλάς σε γνωστούς σου!». Αυτό είναι γεγονός –και μεγάλη χαρά: είναι γέμισμα μπαταρίας για εμάς που είμαστε μακριά. Αν πάλι είναι καλοκαίρι και βολέψει, θα με βρεις στον λόφο τής Σάνης για συναυλίες και, φυσικά, στις μαγικές παραλίες τής Χαλκιδικής –κυρίως στη Σιθωνία– για ήλιο και θάλασσα.
Κάποιοι θεωρούν τη Θεσσαλονίκη «παράδεισο» των γλυκατζήδων. Ποια είναι η δική σου άποψη για τη ζαχαροπλαστική παράδοση της πόλης; Ποιες είναι οι δικές σου αγαπημένες γεύσεις, όταν βρίσκεσαι στη Θεσσαλονίκη;
Είναι, δεν είναι; Έχει παράδοση η πόλη μας στην καλή –κυρίως στην παραδοσιακή– κουζίνα και ζαχαροπλαστική. Συγχρόνως, όσο περνούν τα χρόνια, συναντάς αξιόλογους νέους επαγγελματίες με όραμα που είτε ιδιωτεύουν είτε δουλεύουν σε μεγάλα ξενοδοχεία τής πόλης. Για όλους αυτούς, όπως οι αγαπημένοι Χριστίνα Κάκκου, Αλέξανδρος Αλεξίου και Γιώργος Αυγέρος, νιώθω μεγάλο σεβασμό.
Αγαπημένη γεύση, όταν είμαι στη Θεσσαλονίκη; Ρωτήστε τη μητέρα μου… Κάθε ημέρα καλό κουλούρι Θεσσαλονίκης (από το «Μελλίρυτο» ή το «Παραδοσιακό»). Ένα γλυκό που θα προσπαθήσω να φάω τουλάχιστον μία φορά όταν βρίσκομαι στην πόλη είναι το τριγωνάκι Πανοράματος –μπορεί να φάω και δύο, από το δεύτερο όμως δεν θα φάω όλο το φύλλο…– από τον «Ελενίδη» που βρίσκεται στον δρόμο για Χορτιάτη, στον πεζόδρομο της Γούναρη και στην Αδριανουπόλεως…
Συνέντευξη στον Άγγελο Ν. Βάσσο.
Φωτογραφίες: Σταύρος Κωστάκης / Food styling: Παναγιώτα Λιακοπούλου.