Το επίκεντρο του σεισμού ήταν μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης
Η σεισμική δόνηση ήταν μεγέθους 65 Ρίχτερ και προκάλεσε πανικό.
Τελικός απολογισμός 49 νεκροί…
Το επίκεντρο του σεισμού ήταν μεταξύ των λιμνών Αγίου Βασιλείου και Βόλβης και συγκλόνισε ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα.
Ηταν εντάσεως 8 έως και 9 βαθμών της κλίμακας Μερκάλι και ήταν ο πρώτος μεγάλος σεισμός που προσέβαλε μία σύγχρονη ελληνική πόλη.
Οσοι Θεσσαλονικείς έζησαν εκείνο τον σεισμό δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ.
Οι περισσότεροι ήταν στα σπίτια τους. Η ΥΕΝΕΔ έδειχνε σε μαγνητοσκόπηση τον αγώνα του Μουντιάλ της Αργεντινής Ιταλία- Αυστρία…Εκτός από την πόλη της Θεσσαλονίκης μεγάλες ζημιές προκλήθηκαν και στους νομούς Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Σερρών και Χαλκιδικής.
Μετά την εκδήλωση του σεισμού επικράτησε πανικός και πρωτοφανές χάος στη Θεσσαλονίκη, αφού όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και προσπαθούσαν με κάθε μέσο να φύγουν από την πόλη.
Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες και η ηλεκτροδότηση διακόπηκαν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης.
Εκείνη τη νύχτα στη συμπρωτεύουσα η κρατική μηχανή είχε απλά παραδώσει τα όπλα και το σχέδιο εκτάκτων αναγκών «Ξενοκράτης» ήταν νεκρό γράμμα.
Η μεγαλύτερη τραγωδία συνέβη όταν κατέρρευσε μία οκταώροφη πολυκατοικία στην πλατεία Ιπποδρομίου, με αποτέλεσμα να βρουν το θάνατο 29 από τους ενοίκους της.
Άλλοι 20 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, με αποτέλεσμα ο συνολικός αριθμός των θυμάτων του σεισμού της 20ης Ιουνίου να φθάσει τους 49.
Οι τραυματίες ανήλθαν σε 220. Μεγάλο πανικό δημιουργούσαν και οι μετασεισμοί. Μάλιστα κάποια στιγμή ο τότε Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής σκέφτηκε να ζητήσει την εκκένωση της πόλης, αλλά μεταπείστηκε από τον σεισμολόγο Βασίλη Παπαζάχο.
Γράφει σχετικά στο βιβλίο του Ταξίδι στο Παρελθόν μου, ο Βασίλης Παπαζάχος:
«Στις 5 Ιουλίου 1978, όταν είχαν επιστρέψει αρκετοί Θεσσαλονικείς στα σπίτια τους, έγινε ένας σεισμός μεγέθους 5 Ρίχτερ που είχε την εστία του στο δυτικό μέρος του ρήγματος και ήταν πολύ κοντά στην πόλη. Είχε επίκεντρο μόλις 12 χιλιόμετρα από τις Σαράντα Εκκλησιές, όπου ήταν το σπίτι του Γιώργου Λεβεντάκη και όπου είχαμε εγκαταστήσει προσωρινά ένα φορητό σεισμογράφο.
Ο σεισμός τράνταξε την πόλη, επειδή η εστία του ήταν κοντά σ αυτήν. Γι αυτό πρότειναν στον Πρωθυπουργό να εκδώσει ανακοίνωση για να συστήσει στους κατοίκους να φύγουν από την πόλη.
Ο Καραμανλής, με κάλεσε τότε και μου είπε ότι αυτός θα αναλάβει τη σχετική πολιτική απόφαση, αλλά ήθελε πρώτα τη γνώμη μου. Του είπα ότι δεν πρέπει να εκδώσει τέτοια ανακοίνωση, γιατί η διεθνής σχετική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες ανακοινώσεις έχουν συνήθως μεγαλύτερες αρνητικές κοινωνικές συνέπειες απ’ ότι οι συνέπειες ενός ισχυρού σεισμού.
Του ανέφερα επίσης ότι από τις μέχρι τώρα καταγραφές (από το φορητό σεισμογράφο των Σαράντα Εκκλησιών) προκύπτει ότι η μετασεισμική ακολουθία εξελίσσεται ομαλά, δηλαδή η συχνότητα των μετασεισμών φθίνει με το χρόνο (νόμος Omori) και παραμένει σταθερό το μέσο μέγεθος (κανόνας Lomnitz) όπως αναμένεται. Συνομίλησε κατόπιν και με τους υπουργούς Δημοσίων Έργων (Ν. Ζαρντινίδη) και Βορείου Ελλάδος (Ν. Μάρτη) και αποφάσισε να μην εκδώσει την ανακοίνωση»
Ο Κων. Καραμανλής ανέβηκε πάντως στην Θεσσαλονίκη και έμεινε εκεί 3 ημέρες για να στείλει το μήνυμα οτι οι πολίτες δεν κινδυνεύουν και να δώσει τέλος σε ένα όργιο φημών που υπήρχε για νέο, ακόμα μεγαλύτερο σεισμό.
9.480 οικοδομές υπέστησαν μη επισκευάσιμες βλάβες (ταξύ των οποίων 35 σχολεία), 23.589 σοβαρότερες βλάβες και 67.541 ελαφρότερες (49.071 στη Θεσσαλονίκη). Σημαντικές φθορές υπέστησαν και τα βυζαντινά μνημεία της πόλης, που είχαν να συντηρηθούν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης το 1912.
Ο σεισμός έγινε αισθητός σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και της Βουλγαρίας, της νότιας Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας. Του κυρίως σεισμού είχαν προηγηθεί μεγάλος αριθμός προσεισμών, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 23 Μαΐου και ήταν εντάσεων 5,8 Ρίχτερ. Ακολούθησαν και πολλοι μετασεισμοί, ο μεγαλύτερος από τους οποίους έγινε στις 4 Ιουλίου και ήταν εντάσεως 5.1 Ρίχτερ.
Αμέσως μετά το σεισμό, η πολιτεία αφυπνίστηκε και κατέβαλε εργώδεις προσπάθειες για την επούλωση των πληγών.
Οι υλικές ζημίες αποκαταστάθηκαν σχετικά σύντομα μέσα και από την ειδική φορολογία που επέβαλε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Την αποκατάσταση των σεισμοπαθών ανέλαβε η νεοϊδρυθείσα «Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων Βορείου Ελλάδας» (ΥΑΣΒΕ), που αποτέλεσε το πρότυπο για την κατοπινή Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων.
Με αφορμή το σεισμό της Θεσσαλονίκης και τον κατοπινό της Αθήνας (1981), ιδρύθηκε το 1983 ο ΟΑΣΠ (Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας), που είναι ο αρμόδιος φορέας της πολιτείας για το σχεδιασμό της αντισεισμικής πολιτικής της χώρας.