21 Απριλίου 1967 : Επίορκοι, προδότες αξιωματικοί επιβάλλουν χούντα στην Ελλάδα


Η Ελλάδα απο τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 κυβερνήθηκε από στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, γι' αυτό και ονομάζεται και «Δικτατορία της 21ης Απριλίου» και οι ηγέτες της «Απριλιανοί». Η περίοδος της δικτατορικής διακυβέρνησης διήρκησε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, δηλαδή επτά χρόνια, εξ ου και η περίοδος αυτή αποκαλείται «επταετία». Οι πραξικοπηματίες την αποκαλούσαν «Επάνασταση της 21ης Απριλίου».

Τον Οκτώβριο του 1967 ξεκίνησε να χρησιμοποιείται για το δικτατορικό καθεστώς ο ισπανικός όρος «χούντα», που είχε εισαχθεί στον ελληνικό δημόσιο λόγο από το 1965 για να περιγράψει ομάδες που απεργάζονταν αντιδημοκρατικά σχέδια και η χρήση του οποίου για τη δικτατορία διαδόθηκε ευρέως. Την εξουσία ασκούσε άμεσα ή έμμεσα κυρίως μία ομάδα πραξικοπηματιών συνταγματαρχών, από τους οποίους το καθεστώς ονομάστηκε και «Χούντα των Συνταγματαρχών» ή «Δικτατορία των Συνταγματαρχών».

Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις δικτατορικές κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973, η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.

Ο Αντιδικτατορικός αγώνας έλαβε χώρα κατά την επταετία και είχε ως κορυφαίες στιγμές την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου το 1968 από τον Αλέκο Παναγούλη, το Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973 υπό την ηγεσία του Νίκου Παππά και τη φοιτητική Εξέγερση του Πολυτεχνείου, επίσης το 1973. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 και τη βίαιη καταστολή της, ένα νέο πραξικόπημα υπό τον Ιωαννίδη ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, ισχυρό άνδρα του καθεστώτος έως τότε.

Κατά την επταετία η χώρα γνώρισε γενική οικονομική αύξηση, επενδύσεις (μέχρι το 1974, οπότε και μειώθηκαν), δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν ως προπαγάνδα για την εμπιστοσύνη του λαού, βασανιστήρια - καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διώξεις, εμπορικό έλλειμμα, καθώς και κακές σχέσεις με τις περισσότερες δημοκρατικές χώρες πλην των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής. 

Στις 24 Ιουλίου 1974, αδυνατώντας η τελευταία κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την Τούρκικη Εισβολή στην Κύπρο, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, προσκάλεσε από το εξωτερικό και διόρισε πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος και σχημάτισε την λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και δρομολόγησε την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο The Third Wave, με πολλές αναφορές στην ελληνική δικτατορία και μεταπολίτευση, ο κόσμος έχει περάσει τρία κύματα αποσταθεροποίησης και δημοκρατικοποίησης. Η Ελλάδα βρέθηκε στο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, την περίοδο του 70-80 μαζί με άλλες χώρες όπως οι προαναφερθείσες Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και οι Βραζιλία, Παναμάς, Γρενάδα κ.ά..

Πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στο πραξικόπημα

Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) μεταξύ των κομμουνιστικών δυνάμεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του εθνικού στρατού, που είχε την άμεση υποστήριξη των Άγγλων και Αμερικανών. Με την παράδοση των όπλων από πλευράς των κομμουνιστών, άρχισε να συντηρείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις κλίμα κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τυχόν κομμουνιστική επανάσταση. Επιπλέον, έως το 1961, με ευθύνη και πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή, δημιουργήθηκε μηχανισμός ελέγχου του Τύπου και της πληροφόρησης, με σκοπό τη στήριξη ενός ουσιαστικά αυταρχικού καθεστώτος. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείτο από στρατιωτικούς και Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, οι μισθοί των οποίων καλύπτονταν από μυστικά κονδύλια της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ) και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Οι αξιωματικοί που αποτελούσαν το μηχανισμό αυτό αξιοποίησαν αργότερα την εμπειρία τους επιβάλλοντας τη δικτατορία.

Ήδη από την περίοδο 1954-7 οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τη δημοφιλία τους στην Ελλάδα, ειδικά όσον αφορά τις επιδιώξεις της δεύτερης ως προς το κυπριακό ζήτημα. Η κορύφωση ήρθε τα έτη 1965-7 οπότε εκτιμούσαν ότι η διαφαινόμενη επανεκλογή Παπανδρέου θα επηρέαζε την επιρροή τους σε τέτοιο βαθμό που σύμφωνα με έγγραφο της πρεσβείας έπρεπε να «αποφευχθεί, ει δυνατόν χωρίς άμεση και ανοιχτή αντιπαράθεση».

Μέσα στον στρατό υπήρχε παράνομη οργάνωση αξιωματικών, με το όνομα ΙΔΕΑ, που είχε σχέδιο πραξικοπήματος. Στον ΙΔΕΑ, δρούσε ο αξιωματικός Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως υφιστάμενος του στρατηγού Νάτσινα. Οι μηχανισμοί αυτοί, ενεργοποιήθηκαν, ή μάλλον πήραν την εντολή να ενεργοποιηθούν, από τον Τζον Μόρι, πράκτορα της CIA στην Αθήνα, κατ' αρχήν για την ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, στη συνέχεια όμως με κύριο στόχο την επιβολή πραξικοπηματικής κυβέρνησης, αποτελούμενης μόνο από στρατιωτικούς.

Τον Ιούλιο του 1965 σημειώθηκε σοβαρό ρήγμα στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος Ένωση Κέντρου, γνωστό στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας με τον όρο Αποστασία του 1965 ή Ιουλιανά. Αφορμή υπήρξε η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και η άρνηση του τότε Βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, αν ο διάδοχος του Γαρουφαλιά δεν απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του(υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ).

Ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε από τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί στις 15 Ιουλίου 1965. Από εκείνη την ημέρα και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1966, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να σχηματίσει κυβερνήσεις με τη συμμετοχή κατά διαστήματα 48 βουλευτών της παράταξης Ένωση Κέντρου (αποστατών) που εγκατέλειψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο όρος «Αποστασία» προήλθε από τον χαρακτηρισμό αποστάτες που αποδόθηκε στους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που, υπό την προτροπή του επίσης βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη,πήραν μέρος ή έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Ο Κωνσταντίνος αρχικά διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα με υπουργούς αποστάτες βουλευτές την Ένωσης Κέντρου. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στην Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο. Όλη η περίοδος που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου χαρακτηρίζεται γενικότερα ως περίοδος πολιτικής ανωμαλίας.

Η σύγκρουση είχε και οικονομικά αίτια: Όταν η Ένωση Κέντρου ανήλθε στην εξουσία, ο Παπανδρέου είχε επιβάλει στον εκατομμυριούχο μεγαλοεπενδυτή Τομ Πάπας την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων για τα διυλιστήρια της ESSO (της σημερινής ΕΚΟ). «Ο Πάπας αντέδρασε και πίεζε την ελληνική κυβέρνηση, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να σταματήσει τις «σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις»». Τελικά το φθινόπωρο του 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου υποχρέωσε τον Τομ Πάπας να υπογράψει νέα σύμβαση με την ESSO PAPAS, καταργώντας τα περισσότερα από τα μονοπώλια που είχε». Η CIA, και η πολυεθνική Esso, δεν υποχώρησαν αλλά υπονόμευαν την κυβέρνηση Παπανδρέου.


Στο βιβλίο που έγραψε ο Μακάριος Δρουσιώτης αναφέρει: «... ο Τομ Πάπας ήταν αυτός που συνέδραμε οικονομικά για την εξαγορά των βουλευτών που είχαν αποστατήσει από την Ένωση Κέντρου. Ο Λευτέρης Βόδενας συνεργάτης του τότε εκδότη των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» ο οποίος είχε ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή του Παπανδρέου, αφηγείται στο βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου «Ο εκδότης Ιωάννης Βελλίδης»:

"... μια μέρα ανέβηκα στον 7ο όροφο της οδού Φιλελλήνων 1 και πήρα κάτι δέματα.... Τα πήρα από τα γραφεία της ESSΟ Πάπας που ήταν εκεί και τα κατέβασα στα γραφεία της "Μακεδονίας" που ήταν στο δεύτερο όροφο. Από κει πέρασαν κάποιοι βουλευτές και τα πήραν».

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου

Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα.

Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού. Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.

Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.

Το Δεκέμβριο του 1967, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή των πραξικοπηματιών, το οποίο όμως απέτυχε. Ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Ελλάδα τυπικά παρέμεινε Βασιλευομένη Δημοκρατία, με τους στρατιωτικούς να ορίζουν αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη.

Σχέσεις με τις ΗΠΑ

Οι εγκάρδιες χειραψίες, τα χαμόγελα και οι εναγκαλισμοί των δικτατόρων με επιφανείς Αμερικανούς πολιτικούς ή στρατιωτικούς αποτέλεσαν ισχυρότατο προπαγανδιστικό όπλο του καθεστώτος, το οποίο προέβαλε εντονότατα τις σχετικές φωτογραφίες ως απόδειξη της στήριξής του από τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Ο εκ των πρωτεργατών του πραξικοπήματος ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός πρωτοστάτησε στα σχετικά φωτογραφικά στιγμιότυπα, ειδικά κατά τον πρώτο χρόνο της δικτατορίας. Ο πρώην αντιπρόεδρος και μετέπειτα πρόεδρος των Η.Π.Α., Ρίτσαρντ Νίξον, ήταν ο πρώτος κορυφαίος Αμερικανός πολιτικός που έφτασε στην Αθήνα δύο μόλις μήνες μετά το πραξικόπημα, στις 20 Ιουνίου του 1967. Το ίδιο βράδυ της άφιξής του συναντήθηκε με τον Σπύρο Μαρκεζίνη, τον μόνο αρχηγό κόμματος που διέθετε σχετική ελευθερία κινήσεων, σε δείπνο που παρέθεσε σε στενό κύκλο ο πολυπράγμων Αμερικανός επιτετραμμένος Νόρμπερτ Άνσουτς, άμεσα αναμειγμένος στις πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στο πραξικόπημα. 

Την επομένη ο Ρίτσαρντ Νίξον επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό της χούντας Κόλλια, τον υπουργό Εξωτερικών Παύλο Οικονόμου-Γκούρα και τον υπουργό Εσωτερικών Στυλιανό Παττακό. Την ίδια ημέρα, πριν αναχωρήσει για το Ισραήλ, ο Αμερικανός επίσημος δέχθηκε τους δημοσιογράφους στους οποίους μεταξύ άλλων δήλωσε: «Γενική εντύπωσίς μου είναι ότι όλοι οι συνομιληταί μου, μου κατέστησαν εμφαντικώς ενδεικτικόν ότι ευνοούν την αρχήν της αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας και ότι επιθυμούν να την αποκαταστήσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον». 

Μάλιστα ο Νίξον δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «επί του θέματος τούτου ο βασιλεύς είναι ιδιαιτέρως απερίφραστος και αποφασιστικός». Εξαιρετικά θερμός απέναντι στους δικτάτορες ήταν ο αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό του στρατιωτικού καθεστώτος Κωνσταντίνο Κόλλια στις 2 Αυγούστου του 1967, υπογραμμίζοντας ότι η επίσκεψή του «δεν έχει απλούν εθιμοτυπικόν χαρακτήρα» αλλά αποτελούσε «και αναγνώρισιν του επιτελούμενου υπό του ιδίου και των αξιοτίμων μελών της εθνικής κυβερνήσεως δυσχερούς εθνικού έργου». Στις 28 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, επισκέφθηκε την Ελλάδα ο αρχηγός της Αμερικανικής Στρατιωτικής Αποστολής στρατηγός Βαν Φλιτ. Ο πλέον ένθερμος φίλος του δικτατορικού καθεστώτος αναδείχθηκε ο Αμερικανός γερουσιαστής Έντουαρντ Ντερβίνσκι, ο οποίος επισκέφθηκε την Αθήνα στις 2 Οκτωβρίου του 1967.

Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενοι διάφορα εκλογικευτικά επιχειρήματα: ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν έρχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Γενικά η απουσία κάποιου ισχυρού αντιπολιτευτικού κινήματος στο εσωτερικό, η εκ μέρους της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου, υποστήριξης του καθεστώτος και οι διακηρύξεις της χούντας για την πρόωθηση μέτρων εκδημοκρατισμού λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την αμερικανική πλευρά. 

Το κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής στάσης «βρίσκεται στο γεγονός της φιλοατλαντικής στάσης της ηγεσίας της χούντας».

 Απαιτούσε λεπτό χειρισμό η δημόσια στάση που θα εκδήλωναν οι Η.Π.Α. με δεδομένη την αντίδραση της φιλελεύθερης πτέρυγας των Δημοκρατικών. Αρχικά ο Ντιν Ράσκ απέτρεψε την έκφραση λύπης της Ουάσινγκτον για το πραξικόπημα. Στη συνέχεια άσκησε διακριτική πίεση για την ασφάλεια του Ανδρέα Παπανδρέου. Δια μέσου του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα ασκήθηκε πίεση για την προώθηση, όχι άμεσα μα το ταχύτερο δυνατόν, ελευθεριών και, τέλος, ο ίδιος υιοθέτησε την πρόταση του Τάλμποτ να ανασταλεί η αποστολή βαρέων όπλων στο πλαίσιο του «Military Assistance Program».

 Τον Ιούλιο του 1967 η αμερικανική πλευρά και συγκεκριμένα ο Ντιν Ράσκ, ο υπουργός των Εξωτερικών των Η.Π.Α., εισηγήθηκε την μερική άρση του αποκλεισμού αποστολής βαρέων όπλων, χωρίς να αρθεί πλήρως. 

Είχε προηγηθεί η συνεργασία του καθεστώτος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το να επιτρέψει τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα. Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου οι Αμερικανοί κράτησαν ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κορυφής προσδοκούσαν στην επικράτηση του βασιλιά, με τις δικές του όμως δυνάμεις, και χωρίς τη δική τους βοήθεια. Η αποχώρησή του στο εξωτερικό δημιουργούσε στις Η.Π.Α. ένα ζήτημα: στερούνταν ένα βασικό επιχείρημα, λόγω της παρουσίας του για μη αναγνώριση του καθεστώτος. Τελικά, στις 23 Ιανουαρίου 1968 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας αποκαθιστώντας πλήρως τις μεταξύ τους σχέσεις.

Βασανιστήρια και άσκηση βίας

Ο Αλέκος Παναγούλης στην ανατριχιαστική του κατάθεση στη δίκη των βασανιστών της Χούντας ανέφερε:

Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος και στη συνέχεια προχωρήσαμε για να φτάσουμε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ. Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη.Ο ίδιος ο Θεοφιλογιαννάκος υπήρξε μάρτυρας όταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης μου είχαν περάσει σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα και εθέρμαιναν το εκτός της ουρήθρας μέρος...»[23]

Αμέσως μετά την επιβολή του καθεστώτος πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες συλλήψεις, συνήθως νύχτα και χωρίς εντάλματα. Τα πρόσωπα που συλλαμβάνονταν στην πλειονότητά τους εκτοπίστηκαν, άλλοι κρατήθηκαν στην ασφάλεια και ορισμένοι οδηγήθηκαν στα έκτακτα Στρατοδικεία. Η χούντα σε όλη τη διάρκειά της επέβαλε απηνή διωγμό εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων και κυρίως των κομμουνιστών, ενεργοποιώντας και επεκτείνοντας όλο το αντικομμουνιστικό μετεμφυλιακά νομοθετικό πλαίσιο (νόμος 509 «περί ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος» κ.λπ.). Κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξυλοδαρμός, φάλαγγα (βασανισμός με συνεχή ραβδισμό των πελμάτων των ποδιών), αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, ηλεκτροσόκ (με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα), εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις.

Στα κτίρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας στην περιοχή της σημερινής Πλατείας Ελευθερίας της Αθήνας) λάμβαναν χώρα βασανισμοί κατά τη διάρκεια ανακρίσεων και σύμφωνα με μαρτυρίες από τις στρατιωτικές δίκες, το δόγμα της ΕΣΑ ήταν "Φίλος ή σακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα". Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν ένα από τα πολλά πρόσωπα που βασανίστηκαν στα κτίρια της ΕΑΤ-EΣA, όπως και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και ο Βαγγέλης Λιάρος.

Χαρακτηριστικό για την βιαιότητα των βασανιστηρίων είναι το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με αντιδικτατορική δράση, ο οποίος συνεπεία των βασανιστηρίων του ΕΑΤ-ΕΣΑ έμεινε παράλυτος και δεν κατάφερε ποτέ να ξαναμιλήσει.

Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη οδό Μπουμπουλίνας 18, στο άντρο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Εκεί ανακρίνονταν με συστηματική χρήση βασανιστηρίων χιλιάδες συλληφθέντες, όπως ο Περικλής Κοροβέσης και η Κίττυ Αρσένη. Στη διαβόητη ¨Ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας¨ οδηγούνταν οι συλληφθέντες από την ασφάλεια της Χούντας και βασανίζονταν με τις πιο άγριες και απάνθρωπες μεθόδους. Η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.

Εκατοντάδες πρόσωπα με αντιδικτατορική δράση βασανίστηκαν στα γραφεία και στα κελιά του κτιρίου της Ασφάλειας της λεωφόρου Μεσογείων 14-18 (Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) καθώς και στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου και στα νταμάρια της Κυψέλης.

Στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας έλαβαν χώρα πολλές διώξεις και βασανιστήρια αντιστασιακών με αποκορύφωμα, στις 9 Μαΐου 1968, τη δολοφονία - μετά από βασανιστήρια - από όργανα της ασφάλειας του Γιώργη Τσαρουχά (τ.βουλευτή, στελέχους του Κ.Κ.Ε. και επικεφαλής της οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) Θεσσαλονίκης). Ο βασανισμός και η δολοφονία έγινε στο κτίριο της ΚΥΠ (Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών). Το κτίριο της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης είχε μετατραπεί σε χώρο ανακρίσεων και βασανιστηρίων πολλών αντιφρονούντων πολιτών όπως η Ασπασία Καρρά και ο Αργύρης Μπάρας αλλά και αντιφρονούντων στρατιωτών. Ως μέσα βασανισμού χρησιμοποιούνταν η μαστίγωση με συρμάτινα μαστίγια, η φάλαγγα, οι εικονικές εκτελέσεις, τα χτυπήματα με σιδεροσωλήνες και ξύλινες ράβδους, το ηλεκτροσόκ κ.ά.

Στη Θεσσαλονίκη, επίσης, την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1971, ο φοιτητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκος Ρουκουνάκης αυτοπυρπολήθηκε στην πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης και έχασε τη ζωή του, ως έσχατη διαμαρτυρία κατά της Χούντας. Στις 24 Μαρτίου 1973 ο φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Θεσσαλονίκης Γεώργιος Παπαγιάννης ρίφθηκε από ταράτσα πολυκατοικίας από αγνώστους και σκοτώθηκε ενώ οι δικτατορικές αρχές το παρουσίασαν ως αυτοκτονία.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών απέστειλε διαμαρτυρία προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα.

Στα τέλη του 1968 ο Γ.Γ. του Παγκόσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, μετά από έκκληση της «οικουμενικής ομάδας» της πόλης Κρίφτελ της Δυτικής Γερμανίας, έστειλε προσωπικό και ανεπίσημο διάβημα προς τον χουντικό Ιερώνυμο, με το οποίο τον καλούσε να παρέμβει με σκοπό την αποτροπή των θανατικών εκτελέσεων των Ελευθέριου Βερυβάκη και Αλέξανδρου Παναγούλη. Ο Ιερώνυμος απάντησε χαρακτηρίζοντας την επιστολή αυτή, «παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας» και «επέμβαση υπέρ δολοφόνων».

Ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Στέκας με σειρά επιστολών του ζητούσε από τον χουντικό Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο άδεια να επισκεφθεί τους εξόριστους στη Γυάρο αλλά και κατέθεσε πρόταση για την απελευθέρωση των εξορίστων του νησιού. Ο Ιερώνυμος όμως απέρριψε τα αιτήματα του Μητροπολίτη Δωρόθεου.

Ο βασανισθείς στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Περικλής Κοροβέσης κατέγραψε στο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις επί Χούντας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα το 1969 σε λίγα αντίτυπα στη Γενεύη κι έπειτα, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, φανέρωσε σε ολόκληρο τον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Βαρύνουσας σημασίας ήταν η κατάθεση του Περικλή Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο ήταν ο πρώτος διεθνής θεσμός στον οποίο αποκαλύφθηκε το απάνθρωπο πρόσωπο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου.[58][59]

Στις 30 Ιανουαρίου 1969 η Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με 92 ψήφους καταδικάζει τη χούντα και εισηγείται στην Επιτροπή των υπουργών την εκδίωξη της Ελλάδας από το Συμβούλιο. Ήδη από το προηγούμενο έτος σειρά εκθέσεων του ειδικού εισηγητή του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ, αλλά και της Διεθνούς Αμνηστίας, είχε προσκομίσει σαφείς αποδείξεις ότι το καθεστώς δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι η Ασφάλεια και η Στρατιωτική Αστυνομία είχαν διαπράξει βασανιστήρια και καταστρατηγούσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η Χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της που κατόρθωσαν να φτάσουν στο βήμα του Στρασβούργου. Ουσιαστικά επρόκειτο για αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.

Πολιτικές διώξεις και δολοφονίες

Το 1967 το δικτατορικό καθεστώς προέβη σε σειρά στρατοδικείων ενώ χιλιάδες εξόριστοι, στην πλειονότητά τους αριστεροί, μεταφέρθηκαν στη Γυάρο. Ταυτόχρονα άρχισαν οι δολοφονίες των πολιτικών αντιπάλων. Ο Παναγιώτης Ελής ήταν ο πρώτος πολιτικός κρατούμενος ο οποίος δολοφονήθηκε από τη χούντα στον Ιππόδρομο, που είχε μετατραπεί σε προσωρινό στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, λίγα 24ωρα μετά το πραξικόπημα. Η χούντα δεν συγχώρεσε τη θαρραλέα στάση του δικηγόρου Νικηφόρου Μανδηλαρά στη δίκη του ΑΣΠΙΔΑ. Τα όργανά της τον δολοφόνησαν και τον πέταξαν στη θάλασσα. 

Το πτώμα του, με βαριές κακώσεις, βρέθηκε σε ερημική ακτή της Ρόδου, λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό Γεννάδι, στις 22 Μαΐου του 1967. Ο Γιάννης Χαλκίδης δολοφονήθηκε από τα όργανα του καθεστώτος στη Θεσσαλονίκη, στις 5 Σεπτεμβρίου. Ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής και η 25χρονη Μαρία Καλαβρού ήταν τα πρώτα θύματα των πραξικοπηματιών, καθώς δολοφονήθηκαν το πρωί της 21ης Απριλίου. 

Στις 15 Νοεμβρίου άρχισε στο Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών η πρώτη μεγάλη δίκη μελών αντιστασιακής οργάνωσης. Πρόκειται για τους 31 του Πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ), το οποίο είχε συγκροτήσει αμέσως μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο Μίκης Θεοδωράκης. Στο ΠΑΜ συμμετείχαν κομμουνιστές και άλλοι αριστεροί. Ο πρόεδρος του Στρατοδικείου και ο βασιλικός επίτροπος επιλέχθηκαν από το δικαστικό σώμα καθώς η Δικαιοσύνη ήταν η μόνη από τις τρεις εξουσίες την οποία δεν είχε ανατρέψει η δικτατορία του στρατού. Αν και συνελήφθη, ο Μίκης Θεοδωράκης δεν συμπεριλήφθηκε μεταξύ των δικαζομένων επειδή η χούντα δεν επιθυμούσε να έχει στο εδώλιο ένα πρόσωπο με τέτοια διεθνή προβολή. 

Κατά τη διαδικασία ο βασιλικός επίτροπος φρόντισε να εγκωμιάσει την επέμβαση του στρατού, πριν προτείνει βαριές καταδίκες των κατηγορουμένων. Τελικά το Έκτακτο Στρατοδικείο στις 21 Νοεμβρίου καταδίκασε σε ισόβια δεσμά τους Κώστα Φιλίνη και Ιωάννη Λελούδα και επέβαλε ποινές φυλάκισης από 1 έως 15 χρόνια σε άλλους 19 κατηγορούμενους, εκ των οποίων στους 13 με αναστολή, και αθώωσε δέκα. Στις 13 Νοεμβρίου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών επέβαλε πολύμηνες φυλακίσεις στους Λεωνίδα Κύρκο, Π. Παρασκευόπουλο και Αθανάσιο Τσουπαρόπουλο για παλαιά δημοσιεύματα της Αυγής, ενώ ο πρώην βουλευτής της Ένωσης Κέντρου Τάλμποτ Κεφαλληνός καταδικάστηκε για παλαιότερη περιύβριση εισαγγελικής αρχής.

Η καθαίρεση και σε ορισμένες περιπτώσεις φυλάκιση και εκτόπιση όλων των εκλεγμένων δημάρχων και κοινοταρχών της χώρας ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα του δικτατορικού καθεστώτος. Σταδιακά άρχισε η αντικατάστασή τους με το διορισμό εγκαθέτων της χούντας στη θέση τους. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης, που ορκίστηκε δήμαρχος Πειραιά στις 5 Αυγούστου, ήταν ο επιφανέστερος εξ αυτών. Έμεινε μάλιστα στην ιστορία και ως ο δημιουργός του εμβλήματος της χούντας.

Στις 3 Σεπτεμβρίου, οι ένοπλες δυνάμεις προσέφεραν θέαμα στις χιλιάδες των θεατών που κατέκλυσαν το Στάδιο για να συνεορτάσουν την «πολεμική αρετή των Ελλήνων», μαζί με τη δικτατορική κυβέρνηση, τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο Α΄ και τη στρατιωτική ηγεσία. Απουσίαζαν τρία πρόσωπα: ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, που επισκεπτόταν τον Καναδά, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Κόλλιας και ο ουσιαστικός αρχηγός του καθεστώτος Γεώργιος Παπαδόπουλος.

Ελληνοτουρκική κρίση του '67

Η πρώτη μείζων κρίση του δικτατορικού καθεστώτος πυροδοτήθηκε από τις δυσμενέστατες εξελίξεις του Κυπριακού που δρομολογήθηκαν μετά τη συνάντηση Γεωργίου Παπαδόπουλου-Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στον Έβρο και την απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο. Ταπεινωμένη διεθνώς, αντιμέτωπη με την ογκούμενη ανησυχία για τις διαγραφόμενες συνέπειες της πολιτικής της στα εθνικά θέματα, η χούντα ανέθεσε, στις 21 Νοεμβρίου, τη διαχείριση της εξωτερικής πολιτικής στον παλαιό πολιτικό της Ε.Ρ.Ε. Παναγιώτη Πιπινέλη. Στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Καραμανλή προδικτατορικά και πρώην πρωθυπουργός, ο Παναγιώτης Πιπινέλης, ο οποίος επανειλημμένα είχε εισηγηθεί προ του 1967 κάποιας μορφής δικτατορία στο όνομα του κομμουνιστικού κινδύνου, ήταν το πρώτο σημαντικό πολιτικό πρόσωπο που συνεργάστηκε με το δικτατορικό καθεστώς. Θέλοντας να διαλύσει τους ενδεχόμενους συνειρμούς από την κίνηση αυτή του παλαιού συνεργάτη του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έσπευσε με συνέντευξή του στην παρισινή Le Monde, στις 29 Νοεμβρίου, να καταδικάσει σε δριμύ τόνο την ολέθρια πολιτική της χούντας στο Κυπριακό και να δηλώσει: «Εκείνο το οποίον επιβάλλεται είναι η έγκαιρος αποχώρησις της κυβερνήσεως των δικτατόρων». Η ανάγκη πολιτικής «διεύρυνσης» της χούντας έγινε πιο έντονη μετά το αποτυχημένο βασιλικό αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου, την απομάκρυνση του πρωθυπουργού-ανδρείκελου Κωνσταντίνου Κόλλια και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον ίδιο τον Παπαδόπουλο. 


Τρεις μέρες μετά το αντιπραξικόπημα, ο Παπαδόπουλος επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις συγκαλώντας εσπευσμένα δημόσια συνεδρίαση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος. Πλαισιωμένος από τα άλλα δύο μέλη της «τρόικας», τον Στυλιανό Παττακό και τον Νικόλαο Μακαρέζο, ο Παπαδόπουλος υποσχέθηκε ότι το νέο Σύνταγμα θα δινόταν σε λίγες μέρες στη δημοσιότητα, εγκαινιάζοντας δήθεν τη διαδικασία σταδιακής επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό. Στις 18 Δεκεμβρίου ο Παναγιώτης Πιπινέλης ορκίστηκε και επίσημα υπουργός Εξωτερικών της νέας κυβέρνησης, συνοδευόμενος από τους νέους υπουργούς Οικονομικών Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, Συγκοινωνιών Παύλο Τοτόμη και Δημόσιας Τάξης Παναγιώτη Τζεβελέκο. Στις 23 Δεκεμβρίου, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και ο Στυλιανός Παττακός παρέλαβαν το σχέδιο του νέου Συντάγματος από τον πρόεδρο της αρμόδιας επιτροπής Χαρίλαο Μητρέλια. Στις δηλώσεις που ακολούθησαν ο Παπαδόπουλος υποσχέθηκε την «έγκρισιν φιλελευθέρου, δημοκρατικού Συντάγματος μέσω δημοψηφίσματος», θέτοντας απώτατο χρονικό όριο για το τελευταίο την 15η Σεπτεμβρίου του 1968. 

Για να ενισχύσει δε το προσωπείο της «φιλελευθεροποίησης» ανακοίνωσε την αμνήστευση της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, συμπληρώνοντας: «Θα παραμείνουν υπό διοικητικήν εκτόπισιν μόνον οι εγκληματίαι κομμουνισταί του παρελθόντος και οι εγκληματίαι δυναμιτισταί μετά την 21ην Απριλίου. Άπαντες οι υπόλοιποι, από τον Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι και του τελευταίου Έλληνος, θα αφεθούν ελεύθεροι να αρχίσουν την μετάνοιάν των προ του γενομένου Θεανθρώπου!»[67].

Η εδραίωση της δικτατορίας (1968)

Η απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από την Ελλάδα, μετά το παταγωδώς αποτυχημένο αντικίνημα της 13ης Δεκεμβρίου, προκάλεσε ορισμένα διπλωματικά προβλήματα στη χούντα. Η απουσία και του τυπικού αρχηγού του κράτους, στον οποίον οι ξένοι πρεσβευτές υπέβαλλαν τα διαπιστευτήριά τους, ήταν αιτία μικροανησυχιών των δικτατόρων. 

Οι ανησυχίες αυτές μεγάλωσαν όταν οι πρέσβεις των ΝΑΤΟικών χωρών στην Αθήνα, παρά το πρωτόκολλο, δεν προσήλθαν στη Μητρόπολη για τη δοξολογία του νέου έτους (1968). Ανήσυχος ο αρχιπραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος έστειλε στις 6 Ιανουαρίου προσωπική επιστολή στον πρόεδρο των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον, μέσω του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάπας.

Στις 13 Ιανουαρίου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε απόρρητο τηλεγράφημα στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, στο οποίο τόνιζε χωρίς περιστροφές: «Έχουμε αποφασίσει να προχωρήσουμε στο εγγύς μέλλον σε μια σχέση εργασίας με το καθεστώς... Έχουμε εν πάση περιπτώσει συμφέροντα στην Ελλάδα, τα οποία πρέπει να προσέξουμε».

Είκοσι μέρες αργότερα ο Γ. Παπαδόπουλος έλαβε μία εκπληκτικά θερμή επιστολή από τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου ο Λ. Τζόνσον έγραφε μεταξύ άλλων στον δικτάτορα, τον οποίον αναγνώριζε πανηγυρικά ως πρωθυπουργό της χώρας:

«Αγαπητέ κ. Πρωθυπουργέ

...Είμαι ευγνώμων γιατί έχετε συνειδητοποιήσει τα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατικές χώρες λόγω της αιφνιδιαστικής αλλαγής κυβέρνησης στη χώρα, στις 21 Απριλίου 1967... Η κυβέρνησή μου βρίσκει ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή... Όπως γνωρίζετε, κ. Πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. 

Έχουμε μια μακρά και παραγωγική σχέση βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για μια σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς. Πιστεύω ότι συμφωνείτε πως μπορεί να αναπτυχθεί σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού. Σας εύχομαι, μέσα σε αυτό το κλίμα, επιτυχία στις προσπάθειες για την υλοποίηση των στόχων του λαού σας».

Εκφραστής των στόχων του ελληνικού λαού, λοιπόν, αναγορεύτηκε ο Γ. Παπαδόπουλος από τον Λίντον Τζόνσον. Είχε ήδη προηγηθεί, στις 23 Ιανουαρίου, επίσκεψη του Αμερικανού πρεσβευτή Φίλιπς Τάλμποτ στον υπουργό Εξωτερικών του καθεστώτος Παναγιώτη Πιπινέλη, η οποία είχε δώσει το σύνθημα σειράς εκ νέου «αναγνωρίσεων» της χούντας από τις δυτικές, αλλά και ανατολικές χώρες, με πρώτη την Τουρκία.

Ενθαρρυμένη από τη διεθνή στάση απέναντί της, η χούντα είχε την άνεση να σκέπτεται τη διαιώνιση του καθεστώτος της και ενδιαφερόταν για τον εξωραϊσμό της εικόνας του. Έτσι στις 16 Μαρτίου του 1968 έδωσε στη δημοσιότητα ένα σχέδιο Συντάγματος, το οποίο κατήρτισε επιτροπή υπό τον Χαρίλαο Μητρέλια, και κάλεσε το λαό να συμμετάσχει σε «συζήτηση» του σχεδίου μέσω του Τύπου, ο οποίος λειτουργούσε υπό καθεστώς ασφυκτικής λογοκρισίας.

Στις 8 Απριλίου ο υφυπουργός Προεδρίας Μιχαήλ Σιδεράτος παραδέχτηκε με δηλώσεις του ότι υπήρχαν 2.347 άτομα «υπό περιορισμόν κινήσεως», δηλαδή σε εξορία. Από τις 25 Μαρτίου οι Σκανδιναβοί είχαν καταγγείλει τη χούντα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για βασανισμούς κρατουμένων στις φυλακές.

Στις 21 Απριλίου, πρώτη επέτειο του πραξικοπήματος, ανήμερα Πάσχα, το BBC και άλλοι ξένοι ραδιοσταθμοί μετέδωσαν μήνυμα του Γεωργίου Παπανδρέου, τελευταίου εκλεγμένου πρωθυπουργού της χώρας, το οποίο είχε μαγνητοφωνήσει και φυγαδεύσει κρυφά στο εξωτερικό.

«Η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου συμπίπτει εφέτος με την επέτειον της Σταυρώσεως του Λαού μας», ανέφερε μεταξύ άλλων στο μήνυμά του ο Γ. Παπανδρέου και χλεύασε το δικτατορικό σχέδιο Συντάγματος: «Η δικτατορία συντάσσει το Σύνταγμα της Δημοκρατίας!... Εις την τυραννίαν προσθέτει και τον εμπαιγμόν». Ο γηραιός ηγέτης απηύθυνε απεγνωσμένη έκκληση συμπαράστασης προς τις δυτικές κυβερνήσεις: «Και τώρα απευθύνομαι προς τον ελεύθερον κόσμον. Είχομεν ελπίσει, έπειτα από τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον, ότι ο φασισμός είχεν οριστικώς συντριβεί και ότι δεν ηδύνατο πλέον να εμφανισθή τουλάχιστον εις την Ευρώπην. Και όμως συνέβη. Και αποτελεί εντροπή δι' ημάς ότι έκαμε την αρχήν από την πατρίδα μας την Ελλάδα, την κοιτίδα της δημοκρατίας...

Δια τούτο απευθύνομαι προς τον ελεύθερον κόσμον, τους λαούς και τας κυβερνήσεις του. Ζητούμεν και την ιδική των αλληλεγγύην και συμπαράστασιν...

Και μια διεθνής απομόνωσις, και πολιτική και οικονομική, της χούντας θα οδηγήση εις την άμεσον κατάρρευσίν της. Και αυτήν επικαλούμεθα εξ ονόματος του υποδούλου Ελληνικού λαού τον οποίον εκπροσωπούμεν».

Εντούτοις, τα συμφέροντα κυριάρχησαν οποιωνδήποτε σχετικών προθέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Χάρολντ Ουίλσον απευθυνόμενος στις 25 Ιουνίου στη Βουλή των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου μίλησε για «κτηνωδίες που εξακολουθούν να συμβαίνουν στην Ελλάδα», λίγες ημέρες αργότερα, στις 3 Ιουλίου, ένας υπουργός του πήρε εντολή να «αποσύρει» τη λέξη «κτηνωδία» από την πρωθυπουργική δήλωση. Η «διόρθωση» αυτή οφείλεται στο ότι η στρατιωτική κυβέρνηση διέκοψε εν τω μεταξύ τις συνομιλίες για αγορά βρετανικού σιδηροδρομικού υλικού.

Στις 8 Μαΐου ο Ολλανδός αντιπρόσωπος στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ κατήγγειλε και πάλι το καθεστώς για βασανισμούς κρατουμένων, όμως η χούντα δεν πτοήθηκε. Την επομένη, 9 Μαΐου, δολοφόνησε αδίστακτα τον πρώην βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γιώργο Τσαρουχά, τον οποίον όργανά της συνέλαβαν μαζί με άλλους στην εθνική οδό Αθήνας-Θεσσαλονίκης, κοντά στη Λεπτοκαρυά Πιερίας.

Από τις 31 Ιανουαρίου η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, έπειτα από εξέταση καταγγελιών της Διεθνούς Αμνηστίας, είχε αποφανθεί ότι, αν ως την άνοιξη του 1969 δεν αποκατασταθεί η Δημοκρατία, τότε η Ελλάδα θα πρέπει να αποβληθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης. «Κώνωπα εις κέρατον βοός» χαρακτήρισε περιφρονητικά την απόφαση ο Στυλιανός Παττακός. Στο μεταξύ τα δέκα έκτακτα στρατοδικεία που είχε συστήσει ανά την επικράτεια η χούντα δίκαζαν και καταδίκαζαν κάθε αντιτιθέμενο.

Τον Νοέμβριο του 1968, παράλληλα προς τη δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη, διεξήχθησαν δύο σημαντικές δίκες: της «Δημοκρατικής Άμυνας» στη Θεσσαλονίκη και της ομάδας αντιστασιακών φοιτητών στην Αθήνα. Η πλειονότητα των κατηγορουμένων καταδικάστηκε και μάλιστα σε βαριές ποινές. Συγκεκριμένα, στις 13 Νοεμβρίου από το έκτακτο στρατοδικείο Θεσσαλονίκης καταδικάστηκαν οι Στέλιος Νέστωρ σε ποινή 16 ετών, Παύλος Ζάννας 10, Γ. Σιπιτάνος 7, Σ. Δέδες, Κ. Πύρζας και Αργύρης Μαλτσίδης σε ποινή 5 ετών.

Αντιστοίχως, στις 23 Νοεμβρίου το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τους φοιτητές Α. Ι. Αθανασίου, Ν. Χ. Γιανναδάκη, Ν. Θ. Κιάο και Π. Δ. Κλαυδιανό σε ποινή 21 ετών, τους Κ. Ε. Καρυωτάκη και Κ. Ε. Γούργο 16, τους Α. Ι. Μαργαρίτη και Α. Μ. Σαββάκη 14, τους Γ. Μ. Μπυζάκη και Α. Θ. Θεοδωρίδη 10 και τον Ν. Γ. Σταματάκη σε ποινή 5 ετών.

Παράλληλα, πολλές χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι και εκπαιδευτικοί απολύθηκαν ως «μη νομιμόφρονες». Τον Ιανουάριο οι απολύσεις επεκτάθηκαν και σε δεκάδες καθηγητές πανεπιστημίου. Ανάμεσα στους απολυμένους και οι μετά την πτώση της χούντας εκλεγέντες ακαδημαϊκοί Γεώργιος Τενεκίδης, Γεώργιος Βλάχος, Μιχ. Σακελλαρίου και Αριστόβουλος Μάνεσης. Μάλιστα ο Αριστόβουλος Μάνεσης, καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πρόλαβε να μιλήσει ανοιχτά εναντίον της χούντας στο τελευταίο του μάθημα, στις 18 Ιανουαρίου, ενώπιον 800 φοιτητών. Άλλοι καθηγητές παραιτήθηκαν, άλλοι συνελήφθησαν και βασανίστηκαν (όπως ο Δημήτρης Μαρωνίτης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) και άλλοι εκτοπίστηκαν (μεταξύ αυτών και ο Δημήτριος Ευρυγένης, επίσης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου).

Εξουδετερώνοντας αμείλικτα κάθε είδους αντίθεση απέναντί της, η χούντα, ισχυρή και απτόητη, προχώρησε στο νόθο δημοψήφισμα για το Σύνταγμα, στις 29 Σεπτεμβρίου. Το ποσοστό που εμφάνισε ήταν 92,21%. Ο Γ. Παπαδόπουλος διακήρυξε ότι το αποτέλεσμα αποτελούσε «δικαίωσιν της επαναστάσεως της 21ης Απριλίου»[69].

Δραστηριότητες κατά της χούντας 

Το ελληνικό πολιτικό 1969 μπορεί να συνοψισθεί σε τρεις λέξεις: βόμβες, καταδίκες και δηλώσεις. Οι πλέον δυναμικοί από τους αντιπάλους της δικτατορίας πέρασαν από την αντιπολιτευτική στάση στην αντιστασιακή δραστηριότητα.

Οι δυνάμεις ασφαλείας προσήγαγαν στα δικαστήρια του καθεστώτος εκατοντάδες αντιστασιακούς, πολλοί από τους οποίους καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, αφού προηγουμένως είχαν περάσει από τα άντρα βασανιστηρίων του Στρατού, της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης αναστάτωσε και πάλι το δικτατορικό καθεστώς, καθώς κατόρθωσε να αποδράσει στις 6 Ιουνίου, συνελήφθη όμως τρεις μέρες αργότερα. Τη χρονιά αυτή οι δηλώσεις του Γιώργου Σεφέρη και του Κωνσταντίνου Καραμανλή εναντίον της χούντας -μαζί με τις εξελίξεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης- τάραξαν περιστασιακά το καθεστώς, αλλά δεν το κλόνισαν.

Ταραχή προκάλεσε ακόμη στο καθεστώς η συνάντηση του Ιταλού σοσιαλιστή ηγέτη και υπουργού Εξωτερικών της χώρας του, Πιέτρο Νένι, με τον Ανδρέα Παπανδρέου, και η άρνηση του Συμβουλίου της Επικρατείας να υποταχθεί στα κελεύσματα της χούντας, η οποία απέλυε μη αρεστούς σε αυτήν δικαστικούς.

Στις 7 Ιουνίου, όλες οι υπό καθεστώς λογοκρισίας εκδιδόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν με μία πρωτοσέλιδη φωτογραφία του θανατοποινίτη Αλέκου Παναγούλη, κάτω από την οποία ακολουθούσε η εξής ανακοίνωση των υπουργείων Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης:


Κατά την παρελθούσαν νύκτα εδραπέτευσεν εκ των φυλακών ένθα εκρατείτο ο κατάδικος Αλέξανδρος Παναγούλης. Άπασαι αι αρμόδιαι αρχαί, ειδοποιηθείσαι αμέσως, εκινητοποιήθησαν διά την ανακάλυψιν και σύλληψίν του. Διεξάγονται ανακρίσεις. Ο δραπέτης επεκηρύχθη αντί ποσού 500.000 δραχμών, το οποίον θα καταβληθή εις εκείνον όστις θα συμβάλη αποτελεσματικώς εις την σύλληψίν του.

Η εντύπωση που προκάλεσε η αναγγελία της δραπέτευσης στην ελληνική και διεθνή κοινή γνώμη ήταν μεγάλη. Ο Αλέκος Παναγούλης ήταν πασίγνωστος για την παράτολμη απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου, που πραγματοποιήθηκε στη Βάρκιζα Αττικής, στις 13 Αυγούστου του 1968. Καταδικασμένος δις εις θάνατον από το στρατοδικείο, στις 17 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας όπου υπέστη σκληρά βασανιστήρια. Σταθμίζοντας τις επαπειλούμενες διεθνείς αντιδράσεις, ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να μην προχωρήσει στην εκτέλεσή του και τον μετέφερε στις φυλακές του Μπογιατίου. Η απόδρασή του αποτέλεσε οδυνηρό ράπισμα για τη χούντα, αποδεικνύοντας ότι η αντιδικτατορική αντίσταση ήταν ικανή να διαπεράσει και αυτά τα τείχη των φυλακών. Έγινε, μάλιστα, γνωστό, ότι μαζί με τον Παναγούλη είχε δραπετεύσει και αυτός ο δεσμοφύλακάς του, ο δεκανέας Γιώργος Μωράκης, ενώ υπήρξαν ενδείξεις συμμετοχής και άλλων φρουρών στο εγχείρημα.

Αμέσως μετά την απόδραση, που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 5ης προς 6η Ιουνίου, η χούντα εξαπέλυσε ένα άνευ προηγουμένου ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη του δραπέτη. Από την πλευρά του, ο εξόριστος Ανδρέας Παπανδρέου απείλησε τους ενδεχόμενους καταδότες με «σκληρά αντίποινα», εννοώντας σαφέστατα τη φυσική τους εξόντωση.

Σε μια απόπειρα να εμφανιστεί κύριος της κατάστασης, ο δικτάτορας Παπαδόπουλος κάλεσε εσπευσμένα σε συνέντευξη Τύπου τους πολιτικούς συντάκτες και τους ξένους ανταποκριτές την ίδια μέρα που ανακοινώθηκε η απόδραση (7 Ιουνίου). Αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο με τις προσδοκίες του. Στη διάρκεια της συνέντευξης, ο Παπαδόπουλος αναγνώρισε τη σύλληψη 15 απότακτων αξιωματικών με την κατηγορία της συνωμοσίας για την ανατροπή της χούντας και αποκάλεσε «ψυχοπαθείς, με πιστοποιητικό φρενοκομείου» τους συντάκτες τού μεγάλης κυκλοφορίας αμερικανικού περιοδικού Look, που έκαναν λόγο για όργιο βασανιστηρίων στην Ελλάδα, υποσχόμενος ότι, εάν του προσκομισθούν αποδείξεις βασανιστηρίων, θα εκτελούσε προσωπικά στην πλατεία Συντάγματος τους πρωταίτιους. 

Όσο για την υπόθεση Παναγούλη, ο δικτάτορας επικαλέστηκε, ως απόδειξη ανθρωπιστικού πνεύματος, το γεγονός ότι επικήρυξε το δραπέντη ζώντα «και ουχί την κεφαλήν του, όπως συνέβαινε παλαιότερον με τους ληστάς».

Δύο ημέρες αργότερα, στις 9 Ιουνίου, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Παναγιώτης Τζεβελέκος κάλεσε επειγόντως τους δημοσιογράφους στο υπουργείο Τύπου, όπου τουε γνωστοποίησε περιχαρής τη σύλληψη του Παναγούλη. 

Ο υπουργός της χούντας συνοδεύονταν από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής Καραμπέτσο και Μαυροειδή, οι οποίοι, όπως ανακοινώθηκε, συνέλαβαν τον Παναγούλη, «με τη συνδρομή πολιτών» σε διαμέρισμα πολυκατοικίας της οδού Πάτμου 51, στην πλατεία Κολιάτσου. Στη συνέχεια, οι δημοσιογράφοι και οι φωτογράφοι μεταφέρθηκαν με πούλμαν στην υποδιεύθυνση της Ασφάλειας, στη Νέα Ιωνία Αττικής, για να δουν και να φωτογραφήσουν τον Παναγούλη προτού αυτός παραδοθεί για τα περαιτέρω στους άνδρες της ΕΣΑ. 

Τα όργανα της χούντας δεν επέτρεψαν καμία ερώτηση στους δημοσιογράφους. Την επομένη, ανακοινώθηκε η σύλληψη και του δεκανέα Μωράκη, ενώ η Ασφάλεια επέτρεψε στους δημοσιογράφους να επισκεφθούν το κρησφύγετο του Παναγούλη: Ένα σχεδόν άδειο δυάρι, με δύο σουμιέδες, μία καρέκλα, μία πλαστική ντουλάπα, δύο βαλίτσες, λίγα φλυτζάνια του καφέ, ένα ραδιόφωνο και ένα ημερολόγιο τοίχου, ανοιγμένο στο μήνα Οκτώβριο, με μια μεγάλη φωτογραφία της Κόκκινης Πλατείας της Μόσχας -σε μια προφανέστατη «αισθητική παρέμβαση» του υπευθύνου προπαγάνδας του καθεστώτος Γεώργιος Γεωργαλάς.

Στις 30 Σεπτεμβρίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιχείρησε βαρυσήμαντη παρέμβαση στα ελληνικά πολιτικά πράγματα από το Παρίσι, μέσω εκτενέστατου κειμένου δηλώσεών του στην ελβετική εφημερίδα Ζουρνάλ ντε Ζενέβ. Κατηγόρησε τη χούντα για «τυραννική πολιτική», υπογραμμίζοντας ότι «η αυθαιρεσία έγινε καθεστώς και η αγανάκτησις του λαού απεκορυφώθη», ενώ η δικτατορία επιπροσθέτως «με την τυραννική της πολιτική, τους κομπασμούς και τας ασυναρτησίας της εδημιούργησεν κλίμα εκρηκτικόν εν Ελλάδι και κατέστησε τη χώρα διεθνώς ανυπόληπτον».

Στο μεταξύ, τα έκτακτα στρατοδικεία δούλευαν ασταμάτητα ολόκληρη τη χρονιά. Στις 22 Ιανουαρίου του 1969 προσήχθησαν να δικασθούν ενώπιον του Εκτάκτου Στρατοδικείου Αθηνών μέλη της οργάνωσης Πανελλήνιο Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), η οποία είχε συγκροτηθεί από εκτός Κ.Κ.Ε. στελέχη της Αριστεράς. Ορισμένοι από τους κατηγορούμενους είχαν βασανιστεί κατά τη διάρκεια της κράτησής τους. Η κατηγορία ήταν «σύσταση συμμορίας» και «τοποθέτηση βόμβας». Έπειτα από τριήμερη διαδικασία το στρατοδικείο επέβαλε την ακόλουθη ποινή: 16 χρόνια στους Γ. Πετρόπουλο, Χρήστο Ρεκλείτη, Σωτήρη Αναστασιάδη, Δημήτρη Δαρειώτη, 15 χρόνια στη Μαρία Καλλέργη, 7 χρόνια στον Κώστα Μανταίο, 5 χρόνια στον Νίκο Αρμάο και 1 χρόνο με τριετή αναστολή στην Ευαγγελία Θεοφυλακτοπούλου.

Οι βαριές καταδίκες δεν έφεραν τα αποτελέσματα που επιθυμούσε το καθεστώς. Οι βομβιστικές επιθέσεις αυξήθηκαν. Αναφέρεται ότι μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου 1969 προκλήθηκαν περίπου 300 εκρήξεις βομβών και συνελήφθησαν 450 πολίτες.

Οι εκρήξεις, συνήθως, δεν προκαλούσαν θύματα, με σοβαρότερη εξαίρεση το φόνο περαστικής γυναίκας έξω από το υπουργείο Δικαιοσύνης στη γωνία Σωκράτους και Ζήνωνος. Στις 26 Μαΐου, το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών καταδίκασε τα μέλη της κεντρώας οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα» Βασίλη Φίλια 19 έτη, Στέργιο Αγγελίδη 12 έτη, Σπύρο Πλασκοβίτη 5 έτη και Λένα Δουκίδου σε 5 έτη με αναστολή.

Οι συλλήψεις και οι καταδίκες έπληξαν οργανώσεις διαφόρων πολιτικών αποχρώσεων. Ο ίδιος ο ηγέτης του καθεστώτος, Γ. Παπαδόπουλος, ανακοίνωσε στις 8 Ιουνίου τη σύλληψη 15 αποστράτων αξιωματικών γιατί σχεδίαζαν «διατάραξη της τάξεως». Αίσθηση προκάλεσε στην κοινή γνώμη στις 17 Ιουλίου, όταν μία βόμβα έσκασε στα χέρια του καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάκη Καράγιωργα και τον τραυμάτισε σοβαρά. Η έκρηξη σημειώθηκε μέσα στο σπίτι του σε προάστιο των Αθηνών. Μαζί του και ο υφηγητής Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης. Ο Καράγιωργας συνελήφθη.

Στις 30 Αυγούστου, το καθεστώς ανακοίνωσε συλλήψεις φιλοβασιλικών και άλλων, μεταξύ των οποίων και 35 αποστράτων αξιωματικών. Δεν έλειψαν και οι καταδίκες για «πεπραγμένα παρελθουσών εποχών». Στις 28 Σεπτεμβρίου το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών καταδίκασε τον Γρηγόρη Φαράκο, ηγετικό στέλεχος του Κ.Κ.Ε., για τη δράση του στην περίοδο 1947-1951.

Τον Οκτώβριο καταδικάστηκαν σε ποινές κάθειρξης 16 ετών ο 39χρονος λοχαγός εν αποστρατεία Αλέκος Αρχάκης και 10 ετών και 6 μηνών ο έμπορος Δημήτρης Λέκκας, κατηγορούμενος για εκρήξεις βομβών.

Λίγες μέρες αργότερα καταδικάστηκαν σε ακόμη βαρύτερες ποινές τέσσερις αντιστασιακοί που κατηγορήθηκαν για την τοποθέτηση βομβών: Γεώργιος Μυλωνάς (33 χρόνια), Γιώργος Ανωμερίτης (25 χρόνια), Δημ. Παπαϊωάννου (25 χρόνια) και Δημοσθένης Δώλας (25 χρόνια).


Στις 5 Νοεμβρίου οι Τάκης Μπενάς και Λ. Κολοβός καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά για παράβαση του αντικομμουνιστικού νόμου 509 και σε 10 χρόνια κάθειρξη ο Λεων. Γιαννακόπουλος. Σε 20 χρόνια κάθειρξη καταδικάστηκαν την επομένη ο Αντ. Αρκάς, σε 16 χρόνια ο Τρ. Καραγεωργίου και σε 5 χρόνια η Σ. Κυπριώτου. Δεν περνούσε μέρα σχεδόν που να μην υπήρχαν καταδίκες αντιστασιακών από τα έκτακτα στρατοδικεία της χούντας.

Στο μεταξύ, οι Γεώργιος Μαύρος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος δεν κατόρθωσαν, παρά τις κάποιες προσπάθειες, να γεφυρώσουν τις διαφορές της Ένωσης Κέντρου με την Ε.Ρ.Ε., ώστε να αρθρώσουν κοινό πολιτικό λόγο -πόσω μάλλον να προχωρήσουν σε κοινή δράση εναντίον της χούντας.

Από την άλλη πλευρά, η κομμουνιστική Αριστερά ταλανιζόταν από τις συνέπειες της διάσπασης του 1968, ενώ η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά έχασε τον πρόεδρό της, Ιωάννη Πασαλίδη, ο οποίος απεβίωσε στις 15 Μαρτίου του 1968, ευρισκόμενος σε κατ' οίκον περιορισμό.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, «κόκκινο πανί» για το συντηρητικό πολιτικό κόσμο της Ελλάδας, συναντήθηκε το Μάρτιο του 1969 στη Ρώμη με τον υπουργό Εξωτερικών της Ιταλίας, Πιέτρο Νένι. Τα όσα λέχθηκαν και από την πλευρά του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών είχαν ευθέως αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Η χούντα διά του υπουργού της Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη ζήτησε εξηγήσεις. Η ιταλική απάντηση στις 27 Μαρτίου ήταν σαφής: Η συνάντηση Νένι-Παπανδρέου έγινε σε «ένδειξη συμπάθειας και ηθικής αλληλεγγύης προς τους Έλληνες εξορίστους, τους πολιτικούς κρατουμένους και τον ελληνικό λαό».

Ανάμεσα στη συνάντηση και την ιταλική απάντηση η δικτατορία ανέπτυξε εκστρατεία μέσω των εφημερίδων κάνοντας αναδρομές στο «Όχι» του 1940. Η εκστρατεία πέτυχε να δώσει ακόμη μεγαλύτερη δημοσιότητα στη δραστηριότητα του Ανδρέα Παπανδρέου. Μάλιστα οι προπαγανδιστές του καθεστώτος γελοιοποιήθηκαν όταν κατηγόρησαν τον Γιώργο Σεφέρη ότι «πτύει επί των ηθικών αξιών διά σιέλου του κ. Νένι».

Αφορμή γι' αυτή τη γελοιότητα ήταν οι δηλώσεις Σεφέρη στις 28 Μαρτίου. Την ημέρα εκείνη μεταδόθηκαν από ελληνόφωνες εκπομπές ξένων ραδιοσταθμών δηλώσεις του νομπελίστα ποιητή, ο οποίος 23 μήνες μετά την επιβολή της δικτατορίας είπε:

Εδώ και μερικούς μήνες έχω νιώσει μέσα μου και γύρω μου ολοένα πιο επιτακτικό το χρέος μου να μιλήσω για τη σημερινή κατάστασή μας. Κλείνουν σχεδόν δύο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας. Είναι μια κατάσταση που όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές με πόνο και μόχθο πάνε κι αυτές να καταποντιστούν μέσα στο έλος, μέσα στα στεκάμενα νερά. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Και προσεύχομαι στο Θεό να μην βρεθώ ξανά στην ανάγκη να μιλήσω πάλι. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανέναν πολιτικό δεσμό και μπορώ να πω χωρίς φόβο και πάθος: Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η κατάσταση. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.

Στη δήλωσή του ο Σεφέρης δεν παρέλειψε να προφητεύσει κατά τρόπο τραγικό: «Όλοι έχουμε διδαχτεί και όλοι ξέρουμε ότι στα δικτατορικά καθεστώτα η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη. Όμως, η τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος. Αυτό το τραγικό τέλος που μας βασανίζει συνειδητά ή ασυνείδητα, όπως στα χορικά του Αισχύλου».

Οι δηλώσεις του προκάλεσαν ισχυρή εντύπωση στην κοινή γνώμη. Ο Σεφέρης είχε υψηλότατο κύρος, όχι μόνο γιατί είχε βραβευτεί με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1963 αλλά και γιατί πράγματι θεωρείτο ως ο μείζων των συγχρόνων του ποιητής. Ακόμα ήταν «υπεράνω πάσης υποψίας» αριστερής αποκλίσεως, καθώς ήταν δεδομένη και γνωστή η θητεία του ως διπλωμάτη και παλαιότερα ως διευθυντή εξωτερικού Τύπου της βασιλικής δικτατορίας Μεταξά. Έτσι, οι πολλοί τον εκτιμούσαν ως νομπελίστα, οι διανοούμενοι ως ποιητή και οι συντηρητικοί για την άκρως συντηρητική πολιτικοδιπλωματική καριέρα του. Αυτό το εύρος αποδοχής θορύβησε τη χούντα, η οποία παράλληλα είχε πληροφορίες και εκτιμήσεις για τις εντεινόμενες προσπάθειες των κορυφαίων πολιτικών της αντιπάλων. Έτσι εξηγούνται και οι σχολιασμοί της προπαγάνδας της.

Η «καταιγίδα» όμως πέρασε γρήγορα. Την ίδια ημέρα που μεταδόθηκαν οι δηλώσεις Σεφέρη πέθανε ο πρώην πρόεδρος των Η.Π.Α. στρατηγός Ντουάιτ Αϊζενχάουερ. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Στυλιανός Παττακός εκπροσώπησε την Ελλάδα στην κηδεία την 1η Απριλίου στην Ουάσινγκτον. Εκεί βρέθηκε και ο τυπικός αρχηγός του κράτους, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Όμως ο Ρίτσαρντ Νίξον δεν του έκανε την τιμή να τον δεχτεί. Αντιθέτως, δέχτηκε τον Παττακό. Το «μήνυμα» ήταν σαφές: η χούντα είχε την υποστήριξη της αμερικανικής ηγεσίας, προεξάρχοντος του ελληνικής καταγωγής αντιπροέδρου Σπύρου Άγκνιου και του επίσης ελληνικής καταγωγής χρηματοδότη του Νίξον και επιχειρηματία Τομ Πάπας.

Παρ' όλα αυτά, από τη συντηρητική πλευρά ήρθε και το επόμενο ισχυρό πλήγμα στη χούντα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με απόφασή του στις 21 Ιουνίου έκανε δεκτή την προσφυγή 21 δικαστικών που είχαν απολυθεί από τη δικτατορική κυβέρνηση.

Ο Παπαδόπουλος εξοργίστηκε. Ζήτησε την παραίτηση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχαήλ Στασινόπουλου, ο οποίος αρνήθηκε. Το καθεστώς τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό και στις 27 του μηνός δημοσιεύτηκε ότι έγινε δεκτή η -μηδέποτε υποβληθείσα- παραίτηση του Στασινόπουλου. Ακολούθησαν, πραγματικές αυτή τη φορά, παραιτήσεις επτά μελών του Συμβουλίου, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν έτσι για την αυθαιρεσία της δικτατορικής κυβέρνησης, η οποία δεν δίστασε, κάποια στιγμή, να θίξει και το δικαστήριο του οποίου ήταν μέλη.

Η αποχώρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης (1969)

Η εσωστρέφεια της πολιτικής ζωής τα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας είχε ωθήσει στο περιθώριο όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδος-ΕΟΚ, η οποία προέβλεπε τη μεθοδευμένη και σταδιακή ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και απαιτούσε δραστικές προσαρμογές σε διοικητικούς μηχανισμούς, οικονομικούς θεσμούς και δομές της χώρας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μόνο οι υποχρεώσεις που είχαν σχέση με το μέρος της Συμφωνίας που αφορούσε την τελωνειακή ένωση εφαρμόστηκαν. 

Η Ελλάδα και η Κοινότητα προσκολλήθηκαν στα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα για την εξάλειψη των δασμών. Όλοι οι άλλοι όροι, όπως η αγροτική εναρμόνιση και η οικονομική βοήθεια, είχαν «παγώσει». Αυτή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης άλλαξε κατά έναν τρόπο την ισορροπία των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων υπέρ της Κοινότητας. Με τη δικτατορία, οι σχέσεις της Ελλάδος και της Ευρώπης περιήλθαν σε μια κατάσταση, όπως την αποκαλεί ο καθηγητής Πάνος Καζάκος, «ελεγχόμενης κρίσης».

Έπειτα από διαδικασίες που άρχισαν ήδη από τις 26 Απριλίου του 1967 -δηλαδή μόλις πέντε ημέρες μετά το πραξικόπημα- η Ευρωπαϊκή Υποεπιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης άρχισε στις 9 Μαρτίου του 1969 έρευνα στην Αθήνα για τις καταγγελίες που έχουν διατυπωθεί, πρωταγωνιστούντος του Ολλανδού εισηγητή Μαξ βαν ντερ Στουλ.

 Η υποεπιτροπή εξέτασε πολιτικούς και άλλους μάρτυρες και επισκέφτηκε τόπους κράτησης. Ωστόσο, στις 19 Μαρτίου ανακοίνωσε διακοπή της έρευνάς της στην Ελλάδα, καθώς το δικτατορικό καθεστώς δεν της επέτρεψε την εξέταση ορισμένων μαρτύρων και την επίσκεψη στις φυλακές Αβέρωφ και στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Λέρου.

Προηγουμένως, στις 30 Ιανουαρίου, η Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης έπειτα από εισήγηση του Μαξ βαν ντερ Στουλ επέστησε την προσοχή της Επιτροπής Υπουργών Εξωτερικών των κρατών-μελών στην «έλλειψη κάθε προόδου προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της Κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα» και της ζήτησε με γνώμονα το γενικότερο συμφέρον του ελληνικού λαού να προχωρήσει σε βραχύ χρονικό διάστημα στη λήψη των αναγκαίων μέτρων. Σε όλη τη διάρκεια του θέρους το κύριο αντικείμενο διαμάχης μεταξύ της χούντας και των σκανδιναβικών κυβερνήσεων ήταν ο καθορισμός ημερομηνίας διεξαγωγής εκλογών, αφού ήδη από τις 6 Μαρτίου η Επιτροπή των υπουργών τόνισε την ανάγκη ταχείας επανόδου της Ελλάδος σε ένα δημοκρατικό καθεστώς.

Προ του κινδύνου να αποβληθεί η Ελλάδα από το Συμβούλιο της Ευρώπης, η δικτατορία διά του υπουργού της των Εξωτερικών Παναγιώτη Πιπινέλη υπέβαλε στις 25 Αυγούστου χρονοδιάγραμμα, με το οποίο υποσχέθηκε τη συγκρότηση εκλεγμένου κοινοβουλίου ως τα μέσα του 1971, δηλαδή δύο χρόνια αργότερα. Ακόμη το χρονοδιάγραμμα προέβλεπε αποκατάσταση της ελευθερίας του Τύπου το Νοέμβριο του 1969 και άρση της επιβολής του στρατιωτικού νόμου τον Σεπτέμβριο του 1970.

Έπειτα από αυτό, το καθεστώς κατήργησε τον Οκτώβριο την προληπτική λογοκρισία. Έσπευσε όμως τον επόμενο μήνα να θεσπίσει νέο νόμο περί Τύπου, με τον οποίο καθιερώθηκε καθεστώς αυτολογοκρισίας στις εφημερίδες.

Τον ίδιο μήνα διέρρευσε στον διεθνή Τύπο μυστική αναφορά της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδικαστική για το ελληνικό καθεστώς. Η Αθήνα υποπτεύθηκε ότι δράστης της διαρροής ήταν το Λονδίνο και κατηγόρησε τους Βρετανούς ότι δεν είναι σε θέση να μιλούν περί βασανιστηρίων, όταν τα αρχεία της επιτροπής είναι γεμάτα με τα δικά τους εγκλήματα στην Κύπρο κατά τους τελευταίους χρόνους της βρετανικής κατοχής.

Εν τω μεταξύ, στις 2 Οκτωβρίου ο Μαξ βαν ντερ Στουλ παρουσίασε στη Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης από μία έκθεση της Επιτροπής Πολιτικών Υποθέσεων και της αντίστοιχης των Νομικών. Και οι δύο ήταν αρνητικές για την ελληνική χούντα. Μάλιστα με την πρώτη συνιστάται «η αναστολή του δικαιώματος εκπροσώπησης της Ελλάδας στο Συμβούλιο μέχρι της ημέρας εκείνης που ένα δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης θα αρχίσει να λειτουργεί και πάλι σ' αυτή τη χώρα».

Η δήλωση, στις 9 Δεκεμβρίου, του πρωθυπουργού Χάρολντ Ουίλσον ότι η Μεγάλη Βρετανία θα υπερψηφίσει την πρόταση αποπομπής της Ελλάδας[74] κατέστησε δυσχερή τη θέση της χούντας, η οποία δεν διέθετε καμία άλλη θετική ψήφο πλην εκείνης της Κύπρου, η οποία ήταν υποχρεωμένη να ψηφίσει υπέρ του στρατιωτικού καθεστώτος της Αθήνας, υπό την απειλή της πλήρους εγκατάλειψής της αν πράξει διαφορετικά.

Ωστόσο, στους συμμάχους της η χούντα μπορούσε να μετρήσει τη Γαλλία και την Τουρκία, που είχαν την πρόθεση να απέχουν της ψηφοφορίας, καθώς και την Ελβετία και την Αυστρία που τηρούσαν στάση ουδέτερη, ενώ η Δυτική Γερμανία μόλις την τελευταία στιγμή δήλωσε πρόθεση αρνητικής για τη χούντα ψήφου.

Στις 12 Δεκεμβρίου, στο Παρίσι, συνήλθε η Επιτροπή των υπουργών Εξωτερικών του Συμβουλίου της Ευρώπης. Το όργανο αυτό ήταν πλέον έτοιμο να προχωρήσει στην τελική φάση της διαδικασίας αποβολής του δικτατορικού καθεστώτος της Αθήνας από τους κόλπους του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας Π. Πιπινέλης πήρε το λόγο και ανακοίνωσε:

«Κατ' εξουσιοδότησιν της Κυβερνήσεώς μου επιθυμώ να ανακοινώσω εις το Συμβούλιον ότι η Ελλάς καταγγέλλει το Καταστατικόν του Συμβουλίου της Ευρώπης και την Σύμβασιν της Ρώσης, συμφώνως προς το άρθρον 7 του Καταστατικού και αποχωρεί μονίμως του Συμβουλίου της Ευρώπης».

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας συνήλθαν πάλι οι αντιπρόσωποι των υπόλοιπων 17 χωρών-μελών του, χωρίς πλέον την Ελλάδα και ψήφισαν απόφαση, στην οποία η χώρα μας απεβλήθη από το Συμβούλιο της Ευρώπης

Τα γεγονότα του 1970

Το δικτατορικό καθεστώς ήταν εμφανέστατα εδραιωμένο το 1970. Αισθανόταν τόσο ισχυρό, ώστε απεργαζόταν ακόμη και τη δολοφονία του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακαρίου. Οι μεμονωμένες πράξεις αντίστασης στο εσωτερικό αδυνατούσαν να το κλονίσουν, ενώ η διεθνής του θέση, παρά το πλήγμα της ουσιαστικής εκδίωξής του από το Συμβούλιο της Ευρώπης, βασίστηκε στη στήριξη των Η.Π.Α. αλλά και της Γαλλίας, πέρα από τη στήριξη που του παρείχε το ΝΑΤΟ. Η άφιξη του νέου πρεσβευτή των Η.Π.Α. στην Αθήνα Χένρι Τάσκα στις 9 Ιανουαρίου συνοδεύτηκε από δήλωση εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μία εβδομάδα αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου. Όπως δήλωσε και ο υπουργός Εξωτερικών των Η.Π.Α. Ντιν Ρασκ, η μη επανάληψη της στρατιωτικής βοήθειας σε πλήρη κλίμακα δεν απεδείχθη αποτελεσματικός τρόπος άσκησης πολιτικής. Άλλωστε, η Γαλλία επιδίωκε να καλύψει εξοπλιστικά κενά της Ελλάδας. 

Ο πρόεδρος Ζωρζ Πομπιντού σε συνέντευξη που έδωσε στους New York Times λίγο πριν επισκεφθεί επισήμως τις Η.Π.Α. και η οποία αναμεταδόθηκε στις 15 Φεβρουαρίου από το BBC, δήλωσε ότι «η Γαλλία είναι πρόθυμη να πωλήσει στρατιωτικά αεροσκάφη στην Ελλάδα». Σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου Ηνωμένος Τύπος, η Ελλάδα διαπραγματευόταν την αγορά από τη Γαλλία 30 Μιράζ, ενώ στις 15 Απριλίου ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών απείχε ψηφοφορίας του Συμβουλίου της Ευρώπης για καταδίκη της ελληνικής χούντας, η οποία κατηγορήθηκε για παραβιάσεις της συνθήκης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Στις 20 Φεβρουαρίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, από το Παρίσι όπου βρισκόταν, επιχείρησε, μάταια, να πείσει τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Ρίτσαρντ Νίξον ότι η Ουάσινγκτον πρέπει να συμβάλει στην εγκαθίδρυση στην Ελλάδα μιας μεταβατικής εξωκοινοβουλευτικής κυβέρνησης, περιβεβλημένης με δικτατορικές εξουσίες, η οποία έπειτα από ένα χρόνο να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Το υπόμνημα του Κ. Καραμανλή προς τον Αμερικανό πρόεδρο μετέφερε ο αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβος, ο οποίος πέρασε από τη γαλλική πρωτεύουσα ακριβώς για να πάρει το υπόμνημα του Κ. Καραμανλή.  Από την πλευρά της Κοινής Αγοράς, με την οποία η Ελλάδα ήταν συνδεδεμένη από το 1961, οι πιέσεις προς το καθεστώς του Παπαδόπουλου συνεχίστηκαν, αλλά δεν ήταν αποτελεσματικές, καθώς κάθε κράτος-μέλος από τα έξι που την αποτελούσαν είχε τα δικά του συμφέροντα στην Ελλάδα. Πάντως, στις 3 Φεβρουαρίου 1970 ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, δηλαδή των υπουργών Εξωτερικών των κρατών-μελών, Βέλγος Πιερ Αρμέλ, απαντώντας σε ερώτηση ευρωβουλευτή, δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πως το Συμβούλιο δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν να συνεχισθεί η διαδικασία εξέλιξης της συμφωνίας σύνδεσης με την ελληνική κυβέρνηση ενόσω δεν αποκαθίστανται οι δημοκρατικές ελευθερίες στην Ελλάδα. Και συμπλήρωσε πως, όταν θα έχει αποκατασταθεί ομαλή κατάσταση στην Ελλάδα, η Κοινότητα θα είναι έτοιμη να επανεξετάσει τη στάση της. Ωστόσο, διευκρίνισε ότι η συμφωνία σύνδεσης Ελλάδας και Κοινής Αγοράς παρέμενε νομικώς εν ισχύι. Έτσι δεν κόπηκαν τελείως οι δεσμοί των δύο μερών, καθώς μάλιστα η Ε.Ο.Κ. απορροφούσε το 40% των ελληνικών εξαγωγών. 


Όμως το επίπεδο των σχέσεων Ελλάδας-Κοινής Αγοράς και η προοπτική τους ανησυχούσαν τους Έλληνες βιομήχανους. Στις 26 Φεβρουαρίου συγκάλεσαν συνέντευξη Τύπου και ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων Δ. Μαρινόπουλος χαρακτήρισε ως «ανυποχώρητον τον δρόμον της Ελλάδος προς την Κοινήν Αγοράν». Ακόμα ζήτησε επιτάχυνση της πορείας προς την Ευρώπη και την Κοινή Αγορά υπογραμμίζοντας ότι απευθύνεται «προς όλους εκτός και εντός Ελλάδος» και εν γνώσει «όσων συντελούνται εις τον χώρον της Κοινής Αγοράς και όσων γίνονται εις τον τόπον μας προς την κατεύθυνσην αυτήν». Αυτές οι δημόσιες διακηρύξεις των βιομηχάνων ήταν μία ακόμη πίεση προς τον Παπαδόπουλο να προχωρήσει σε φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος του. 

Η πίεση αυτή, συνδυαζόμενη με την ανάγκη βελτίωσης της εικόνας της δικτατορίας στο εξωτερικό, προκειμένου να δικαιολογηθεί η έναντί της αμερικανική πολιτική, ώθησαν τον Παπαδόπουλο στην εξέταση κινήσεων που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως μέτρα χαλάρωσης του ολοκληρωτικού καθεστώτος. Στο μεταξύ τα στρατοδικεία δούλευαν ασταμάτητα. Στις 27 Μαρτίου άρχισε στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Αθήνας η δίκη των 35 ατόμων που είχαν συλληφθεί ως μέλη της αντιστασιακής οργάνωσης Δημοκρατική Άμυνα. Επρόκειτο για 35 άτομα, ενώ χωρίστηκε η δίκη για άλλους 20 που φυγοδικούσαν. Ως αρχηγός φερόταν ο αντιστράτηγος ε.α. Γεώργιος Ιορδανίδης και μέλη οι καθηγητές Σάκης Καράγιωργας και Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, ο Χαράλαμπος Πρωτοπαπάς, ο φοιτητής Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο μηχανολόγος Π. Τσαγκαράκης, ο δικηγόρος Δ. Κόναρης, ο δημοσιογράφος Ιω. Σταράκης, ο χημικός Σπ. Λουκάς, ο πρωτοδίκης Α. Μιχαλακέας κ.ά.

Η δίκη προκάλεσε παγκόσμιο ενδιαφέρον και έφτασαν στην Αθήνα για να την παρακολουθήσουν παρατηρητές από τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών, τη Διεθνή Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και από άλλους μεγάλους οργανισμούς του εξωτερικού. Κορυφαίοι πολιτικοί, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Δημήτριος Παπασπύρου κ.ά., προσήλθαν στη δίκη ως μάρτυρες υπεράσπισης. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ανέφερε μεταξύ άλλων στην κατάθεσή του:

Την νύκτα της 21ης Απριλίου μπήκαν στρατιώτες με προτεταμένα τα όπλα στην κρεβατοκάμαρά μου και με συνέλαβαν. Ρωτήστε αν θεωρώ μια τέτοια πράξη σαν επιτρεπτή. Η βία μπορεί να δημιουργεί δίκαιο αλλά το ηθικό πρόβλημα εξακολουθεί να παραμένει. Πας τις ώφειλε να γνωρίζει ότι η βία προκαλεί βίαν. Αυτά προκύπτουν από την ιστορίαν, που, ευτυχώς ή δυστυχώς, την γνωρίζω. Όσα συνέβησαν είναι ασήμαντα μπροστά σε όσα μπορούσε να συμβούν ή σε όσα μπορεί να γίνουν. Η ευθύνη συνεπώς δεν πέφτει στους ώμους των κυρίων αυτών αλλά στους ώμους άλλων... Η χρήση βίας δεν είναι επιτρεπτή, δεν είναι νοητή όπου υπάρχουν άλλοι τρόποι εκδηλώσεως του φρονήματος. Είναι αδιανόητη η χρήση βίας στα δημοκρατικά πολιτεύματα γιατί η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από Αντίσταση. Τα καθεστώτα που δεν είναι δημοκρατικά προκαλούν αναπότρεπτες ενέργειες και μάλιστα Αντιστάσεως που δεν είναι μόνον ηθικής μορφής όπως η δική μου.

Λίγο πριν εκδοθεί η εκ των προτέρων αποφασισμένη καταδικαστική απόφαση, ο Παπαδόπουλος επιχείρησε με συγκεκριμένες κινήσεις να απαλύνει τις εντυπώσεις. Στις 10 Απριλίου, ανακοινώθηκε ότι θα τεθούν σε εφαρμογή οι κατά το άρθρο 138 του Συντάγματος της δικτατορίας διατάξεις περί ασύλου της κατοικίας, δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι και απαγόρευσης της σύλληψης και φυλάκισης πολιτών χωρίς ένταλμα δικαστικής αρχής. 

Ωστόσο, δεν έγινε άρση του στρατιωτικού νόμου, καθιστώντας τις εξαγγελίες αυτές απλή φενάκη. Η απόφαση του στρατοδικείου για τη Δημοκρατική Άμυνα εκδόθηκε στις 12 Απριλίου του 1970 και επέβαλε τις εξής ποινές: Ισόβια δεσμά στον καθηγητή Σάκη Καράγιωργα, κάθειρξη 18 ετών στον υφηγητή Γ.-Α. Μαγκάκη, ειρκτή 8 ετών στους Ζαν Σταράκη και Σπ. Δούκα, κάθειρξη 15 ετών στον Ι. Κομποτιάτη, κάθειρξη 10 ετών στους Δ. Κωτσάκη και Α. Μιχαλακέα, κάθειρξη 10 ετών στον Χαρ. Πρωτοπαπά, κάθειρξη 8 ετών στους Ν. Κωνσταντόπουλο, Ι. Βασιλείου και Αθ. Φίλια, κάθειρξη 7 ετών στους Κ. Τσακάρεστο και Ι. Παπαδόπουλο, κάθειρξη 5 ετών στους Μάνο Δελούκα, Β. Παπαζήση, Θ. Παπαμάργαρη και Π. Καπαγέρωφ, φυλάκιση 3 ετών στον Θ. Πάκο, φυλάκιση 5 ετών με πενταετή αναστολή στους Χρήστο Ροκόφυλλο, Κ. Μανιάτη, Βενετία Σταυροπούλου και Β. Ζωγράφου, φυλάκιση 3 ετών με 5ετή αναστολή στους Φωτεινή Μισαηλίδου και Μιχάλη Μιχόπουλο και φυλάκιση ενός έτους στον Π. Παπαδόπουλο. Οι ποινές θεωρήθηκαν διεθνώς πολύ αυστηρές, αλλά επικράτησε γενική ανακούφιση, επειδή δεν έφθασαν μέχρι της επιβολής ποινών θανάτου. 

Την επομένη όμως, 13 Απριλίου, μία είδηση προκάλεσε παγκόσμια αίσθηση: 

Ο Μίκης Θεοδωράκης αφέθηκε ελεύθερος από τη χούντα και ήδη βρισκόταν στο Παρίσι. Ο διάσημος συνθέτης, πολιτικός κρατούμενος τότε, ήταν κλεισμένος στο σανατόριο Σωτηρία και δεν ήλπιζε να περιληφθεί στους 332 εκτοπισμένους που θα απολύονταν, σύμφωνα με την επαγγελία του Γ. Παπαδόπουλου, στις 10 Απριλίου. Ούτε πίστευε τις φήμες περί χορήγησης γενικής αμνηστίας την 21η Απριλίου. Ήταν απογοητευμένος και σκεπτόταν να κηρύξει απεργία πείνας. Το ίδιο απογοητευμένη ήταν και η σύζυγός του Μυρτώ, όταν στις 13 Απριλίου ένας Αμερικανός δημοσιογράφος την ειδοποίησε ότι την καλούσε στο ξενοδοχείο Hilton Αθηνών κάποιος Γάλλος πολιτικός. 

Όταν έφθασε στο Χίλτον η Μυρτώ, είδε να την υποδέχεται ένας μικρόσωμος, νευρώδης άνδρας, που δεν ήταν άλλος από τον γραμματέα του Ριζοσπαστικού Κόμματος της Γαλλίας και εκδότης του περιοδικού Εξπρές, τον Ζαν-Ζακ Σερβάν-Σρεμπέρ. Είχε φθάσει στην Αθήνα συνοδευόμενος από τον ελληνομαθή γιατρό Ζεράρ Πιερρά, με το ιδιόκτητο αεροπλάνο του και με τη φιλοδοξία να πετύχει την αμνήσευση του καθηγητή Σάκη Καράγιωργα και του Ελληνογάλλου δημοσιογράφου Ζαν Σταράκη. Γρήγορα ο Σρεμπέρ διαπίστωσε ότι η φιλοδοξία του δεν μπορούσε να υλοποιηθεί και τότε στράφηκε σε άλλο στόχο: τον Θεοδωράκη. Ήταν πιο εύκολη η απελευθέρωση ενός πολιτικού κρατουμένου από ενός πολιτικού καταδίκου. Έτσι είχε καλέσει τη σύζυγο του συνθέτη για να συνεννοηθεί μαζί της, ενώ ανέμενε να γίνει δεκτός από τον Γ. Παπαδόπουλο. 

Η συνάντηση έγινε και το αποτέλεσμα υπήρξε άμεσο. Έπειτα από λίγες ώρες, έκπληκτοι οι Έλληνες, αλλά και το παγκόσμιο κοινό, πληροφορήθηκαν ότι ο Γ. Παπαδόπουλος ενέκρινε να αφεθεί ελεύθερος ο Μίκης Θεοδωράκης και μπορούσε να αποχωρήσει για το Παρίσι με το αεροπλάνο του Σρεμπέρ. Την επομένη δημοσιεύτηκε στις λογοκριμένες αθηναϊκές εφημερίδες η ακόλουθη κυβερνητική ανακοίνωση: «Εκ του Γραφείου του κ. Πρωθυπουργού ανεκοινώθη ότι, κατόπιν των δηλώσεων εις τας οποίας προέβη ο κ. Θεοδωράκης εις το εξωτερικόν και εν γένει τής, παρά τας δοθείας διαβεβαιώσεις, παραβιάσεως των δοθεισών υποσχέσεων, εθεωρήθη απαραίτητον όπως δοθή εις την δημοσιότητα περίληψις της συνομιλίας την οποίαν είχεν ο κ. Πρωθυπουργός μετά του κ. Σρεμπέρ, ίνα δυνηθή να σχηματίση ακριβή εντύπωσιν η διεθνής κοινή γνώμη». 

Όμως το πιο τραγικό πρόσωπο στην ιστορία της δικτατορίας και της εναντίον της αντίστασης ήταν ο Κώστας Γεωργάκης, από την Κέρκυρα. Φοιτητής στην Ιταλία, εκδήλωσε την αντίθεσή του στη χούντα και τη διαμαρτυρία του για όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα αυτοπυρπολούμενος -στα 22 του χρόνια- στις 3 το πρωί της 19ης Σεπτεμβρίου 1970 στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας. Οι τελευταίες του φράσεις ήταν: «Το έκανα για χάρη της Ελλάδας - Ζήτω η Δημοκρατία - Όλοι οι Ιταλοί ας αναφωνήσουν: Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Στο αυτοκίνητό του είχε αφήσει ένα σημείωμα στα ιταλικά όπου έγραψε: «Είμαι βέβαιος ότι αργά ή γρήγορα οι ευρωπαϊκοί λαοί θα συνειδητοποιήσουν ότι ένα καθεστώς όπως το ελληνικό δεν προσβάλλει μόνο την αξιοπρέπειά τους ως ελευθέρων ανθρώπων, αλλά και αποτελεί συνεχή απειλή κατά της Ευρώπης». Τρεις ημέρες αργότερα, στις 22 Σεπτεμβρίου, η Ουάσινγκτον ανακοίνωσε ότι αποφάσισε «να επαναληφθούν κανονικά οι αποστολές στρατιωτικού υλικού προς την Ελλάδα». Ισχυρή έκρηξη βόμβας τάραξε την Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου. Στόχος το άγαλμα του Χάρι Τρούμαν. Ακολούθησε κύμα συλλήψεων. 

Οι περισσότεροι των συλληφθέντων ήταν Κεντρώοι. Ανάμεσά τους οι: Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Αναστάσιος Τάλμποτ-Κεφαλληνός, Βασίλης Ιντζές, Φοίβος Κούτσικας, Δημήτρης Ραυτόπουλος, Λυδία Παπαμάργαρη, Λίλα Φίλια, Θεόδωρος Βγενόπουλος, Θ. Κόκκινος και οι ε.α. αξιωματικοί Ρουγγέρης, Ιωάννης Κουτσογιάννης, Γιάννης Παπαδονικολάκης και Τάκης Παπαγεωργόπουλος. Πολλοί από τους παραπάνω ανήκαν στο Π.Α.Κ. του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος στις 25 Νοεμβρίου, δηλαδή τέσσερις μέρες πριν από τη βομβιστική επίθεση κατά του αγάλματος Τρούμαν, έστειλε προς τους υπουργούς Εξωτερικών των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ επιστολή στην οποία, μεταξύ άλλων, αναφερόμενος στη χούντα έγραψε: «Μια συμμορία τρομοκρατών αυτού του είδους είναι δύσκολο να πολεμηθεί επειδή έχει όλα τα όπλα στη διάθεσή της και όλες τις τεχνικές ενός μοντέρνου αστυνομικού κράτους». Και πρόσθεσε: «Παρ' όλα αυτά ο ελληνικός λαός αρνήθηκε να τη δεχθεί και τηρεί μια σκληρή, ήρεμη ηθική αντίσταση. Δε συμφώνησε ούτε ένας πολιτικός άνδρας από την Αριστερά μέχρι τη Δεξιά, με την εξαίρεση του Πιπινέλη, να συνεργασθεί με το καθεστώς. 

Ωστόσο, η δυναμική αντίσταση δρα και οι συλλήψεις και τα μαρτύρια συνεχίζονται. Η Ελλάδα είναι μια χώρα κάτω από την κατοχή του Πενταγώνου και ζητά από τους κατακτητές της να φύγουν ώστε να μπορέσει να εργασθεί για την ισχύ, την υγεία και την πρόοδο του ελληνικού έθνους χωρίς τη διαβρωτική επιρροή των ξένων εκμεταλλευτών. Πρέπει να καταστεί σαφές πως το Πεντάγωνο μπόρεσε να καταλάβει τη χώρα μας, μόνον επειδή τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ έχουν συναινέσει στην καταπιεστική και ολοκληρωτική πολιτική του Πενταγώνου στην Ευρώπη. Οι Έλληνες δεν παρακαλούν τους συμμάχους Ευρωπαίους να αλλάξουν τη θέση τους, το απαιτούν».

Διακυβέρνηση

Το δικτατορικό καθεστώς εκμεταλλεύτηκε τους ήδη θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και επενδύοντας κυρίως σε τομείς όπως ο τουρισμός και οι ξένες επενδύσεις, καθώς και σε υδροηλεκτρικά έργα, κατασκευές δρόμων και άλλων.

Κατά την διάρκεια της Χούντας, η ανεργία το 1973 ήταν σε επίπεδα 2-2.5%, λόγω της αύξησης βιομηχανίας. Η έλλειψη εργατών υποχρέωσε τη δικτατορία να φέρει φθηνούς εργάτες απο αφρικανικές και ασιάτικες χώρες.

Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 40% τα χρόνια της επταετίας της χούντας, έχοντας πτώση την τελευταία χρονιά του 1974 κατά 10%.

Οι δαπάνες σε βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 120% και 80% στον τουρισμό. Τα χρήματα αυτά βρέθηκαν από φόρους και από δάνεια που πήρε η χούντα για να μεγαλώσει την οικονομία της χώρας. Η επικέντρωση όμως σε αυτούς τους τομείς χρειάστηκε εμπορικά αγαθά, κάτι που έκανε την χώρα να έχει έλλειμα στις συναλλαγές της. 

Η χώρα άυξησε τις εισαγωγές τις απο 1.125 Εκατ. Δολλάρια στα 4.509 Εκατ, ενώ οι εξαγωγές απο 452. Εκατ. Δολλάρια στα 1.774. 

Στους ισχυρισμούς της χούντας για επίτευξη νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας ο Κανελλόπουλος αντιτείνει πως οι τιμές κατά τη δικτατορία αυξάνονταν γρηγορότερα από ότι στο προηγούμενο διάστημα. Μάλιστα από το 1971 η άνοδος των τιμών είναι πρωτοφανής, σε σημείο που το διάστημα Αύγουστου 1972 - Αύγουστου 1973 η αύξηση (15,5%) να είναι η μεγαλύτερη από όλες τις χώρες της Ευρώπης και σχεδόν η μεγαλύτερη στην ιστορία της Ελλάδας. Το ισάξιο του δολλαρίου στο τέλος της χούντας ήταν 30 δραχμές, όπως και πριν τη δικτατορία.

Επιπλέον, το εξωτερικό χρέος που από το 1821 έως το 1966 είχε διαμορφωθεί στο ύψος των 1,110 δις δολαρίων, μέσα σε έξι χρόνια ξεπέρασε τα 3,3 δις δολλάρια. Πάντως, αυτό δεν είχε επιρροή στην οικονομία της χώρας εφόσον δεν ξεπέρασε το 25% του ΑΕΠ. 

Ο Παττακός συνήθιζε να λέει «Η Ελλάς είναι ένα εργοτάξιον».Εμφανιζόταν σε οικοδομές με ένα μυστρί στο χέρι, πράγμα που του κόλλησε το παρατσούκλι 'Ο άνθρωπος με το μυστρί'.

Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει λαϊκά ερείσματα, το καθεστώς προχώρησε σε διαγραφή των αγροτικών χρεών. Ο Παπαδόπουλος συνήθιζε να αποκαλεί τους αγρότες την «ραχοκοκαλιά του λαού». Γιος αγροτικής οικογένειας, οι αγρότες ήταν πιθανότερο να υποστηρίζουν τον δικτάτορα από τις αστικές τάξεις.

Στενές ήταν ακόμα οι σχέσεις της δικτατορίας με τους εφοπλιστικούς κύκλους, στους οποίους παραχωρήθηκαν περαιτέρω προνόμια, κυρίως χαμηλότερη φορολογία, για μετεγκατάσταση στο λιμάνι του Πειραιά. Οι ελαφρύνσεις οδήγησαν σε άυξηση του Εμπορικού στόλου. 

Σκάνδαλα και διαφθορά[

Η επταετία της χούντας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και πολλές περιπτώσεις χρηματισμού και ευνοιοκρατίας. Τα πιο γνωστά είναι το σκάνδαλο με τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά που έμεινε κοροϊδευτικά στην ιστορία ως ο κύριος καθαρά χέρια, το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου και οι τεράστιες χρηματικές δαπάνες για τους κοσμικούς εορτασμούς και την πολυτελή ζωή του αντισυνταγματάρχη (ο Παπαδόπουλος τον έκανε υποστράτηγο) Μιχάλη Ρουφογάλη, που του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της ΚΥΠ, δηλαδή του εθνικά κρίσιμου τομέα των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος επίσης εξασφάλιζε τη χορήγηση δανείων σε υποστηρικτές της χούντας, επιβαρύνοντας τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες.

Η ευνοιοκρατία και το ρουσφέτι επί χούντας γιγαντώθηκαν: ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, και ο γαμπρός του Παττακού Ανδρέας Μεϊντάσης έγινε βαθύπλουτος παίρνοντας χαριστικά δουλειές από το Δήμο Αθηναίων. Ο στρατηγός Βασίλειος Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ με τεράστιες ευθύνες για το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ και το παρακράτος) διορίστηκε Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.Ανάμεσα στα σκάνδαλα της περιόδου της στρατιωτικής δικτατορίας συγκαταλέγεται και το «Τάμα του Έθνους».




Μαζικές κατεδαφίσεις και άναρχη δόμηση

Η χούντα προέβη σε κατεδαφίσεις παλιών αρχοντικών της Αθήνας, με σκοπό την κατασκευή πανύψηλων εμπορικών κέντρων, γκαράζ, συγκροτημάτων γραφείων και άλλων μοντέρνων κατασκευών. Ο υπό καθεστώς λογοκρισίας Τύπος της εποχής υποδέχθηκε με μελαγχολικές διαπιστώσεις τις αναγγελίες: «Κατεδαφίσεις, κατεδαφίσεις, κατεδαφίσεις... Η σκαπάνη δεν έχει αφήσει μέσα στην Αθήνα τίποτα σχεδόν όρθιο από τα παληά, όμορφα αρχοντικά τα οποία στα «νειάτα» τους ήταν κόσμημα για την πρωτεύουσα». Χαρακτηριστική περίπτωση είναι το παλιό Ωδείο που, αν και χτίστηκε το 1836, διατηρούσε, παρά την εγκατάλειψή του, μια ωχρή έστω ανάμνηση της παλιάς του δόξας. Ό,τι έμεινε όρθιο από την οικοδομική δράση των δύο προηγούμενων δεκαετιών της άναρχης βιομηχανικής ανάπτυξης και της αντιπαροχής, γκρεμίστηκε από τις μπουλντόζες


 Στις 17 Ιανουαρίου του 1969, κατεδαφίστηκε το σπίτι του Κωνσταντίνου Κανάρη, στην οδό Κυψέλης, όπου ο «μπουρλοτιέρης» της Ελληνικής Επανάστασης έζησε από το 1840 ως το 1877. Στις 6 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς, δημοτικά συνεργεία εισέβαλαν στην Πλατεία Αβησσυνίας, στο Μοναστηράκι, και άρχισαν να κατεδαφίζουν το θρυλικό Γιουσουρούμ, την πασίγνωστη αγορά των παλαιοπωλείων, που κάθε Κυριακή πρωί φιλοξενούσε ένα γραφικό πανηγύρι χιλιάδων Αθηναίων προσελκύοντας ταυτόχρονα και πολλούς τουρίστες. Κατεδαφίστηκε επίσης το ιστορικό αρχοντικό της Αθηναϊκής Λέσχης, στη διασταύρωση των οδών Πανεπιστημίου και Αμερικής, και ανεγέρθηκε, στη θέση του, ένα πολυώροφο συγκρότημα γραφείων. 

Την ίδια περίοδο, ο χουντικός δήμαρχος Αθηναίων Δημήτριος Ρίτσος αποφάσισε να φτιάξει ένα τεράστιο σούπερ μάρκετ στη θέση της Βαρβακείου Αγοράς, ενώ ο δήμαρχος του Δήμου Πειραιώς Αριστείδης Σκυλίτσης (ο οποίος είχε ήδη φιλοτεχνήσει το διαβόητο «πουλί» της χούντας) προώθησε το κλείσιμο της παραδοσιακής αγοράς με στόχο την οικοδόμηση γιγαντιαίου εμπορικού κέντρου 26 ορόφων. Καύχημα της νέας αρχιτεκτονικής ήταν ο Πύργος Αθηνών στην αρχή της λεωφόρου Μεσογείων, στους Αμπελόκηπους, ύψους 103 μέτρων, που δοξάστηκε με διθυραμβικούς τόνους από τον φιλοχουντικό Τύπο: «Όταν, πριν από μερικά χρόνια οι πολυκατοικίες έκαναν δειλά την εμφάνισή τους, οι Αθηναίοι εντυπωσιάστηκαν. Τώρα, η νέα μόδα της οργανωμένης δομήσεως επιβάλλει το σύνθημα: Όσο ψηλότερα, τόσο καλύτερα!». 

Η χούντα είχε την πρόθεση να χτίσει και δύο μεγάλα ξενοδοχεία στο άλσος της Ριζαρείου, στον Ευαγγελισμό. Προκήρυξε για το σκοπό αυτό διεθνή διαγωνισμό, ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο το οποίο δεν προχώρησε. Στο μεταξύ, πολλαπλασιάστηκαν οι πολυκατοικίες χωρίς μπαλκόνια, με τα χαρακτηριστικά αλουμινένια παράθυρα. Ήδη από τον Ιανουάριο του 1968 ο Στυλιανός Παττακός είχε ανακοινώσει στο δημοτικό συμβούλιο της πόλης την απεριόριστη αύξηση του ύψους των οικοδομών. «Εύχομαι να μας χειροκροτήσουν αι επερχόμεναι γενεαί διά την σημερινήν μας απόφασιν», είχε πει τότε.

Σχέδιο φιλελευθεροποίησης 

Το 1973 ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να καταργήσει την Αντιβασιλεία και να εγκαταστήσει Προεδρική Δημοκρατία, με τον ίδιο Πρόεδρο. Το καθεστώς προχώρησε μάλιστα σε Δημοψήφισμα, ώστε να καταργηθεί η μοναρχία και να λάβει χώρα η πολιτειακή μεταβολή.

Σε μια προσπάθεια επιφανειακής «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, ο Παπαδόπουλος προανήγγειλε άνοιγμα στις πολιτικές δυνάμεις ορίζοντας πρωθυπουργό τον Σπυρίδονα Μαρκεζίνη, καθώς και λειτουργία Συνταγματικού δικαστηρίου. Ωστόσο, το εγχείρημα του δικτάτορα προκάλεσε αντιδράσεις, τόσο στους κύκλους των αδιάλλακτων πραξικοπηματιών που το θεωρούσαν ανεπιθύμητο αλλά και επικίνδυνο, όσο και μεταξύ της φοιτητικής νεολαίας, κυρίως, η οποία το εξέλαβε ως υποκριτική αναδίπλωση.

 Η όλη διαδικασία θα τερματιστεί με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη Χούντα του Ιωαννίδη, καθώς από τις αρχές του έτους (1973) είχαν σωρευτεί διάφορα γεγονότα, όπως η άνοδος των τιμών, η κρίση στην Κύπρο (με τη δράση της οργάνωσης "ΕΟΚΑ-Β"), αλλά και η προσωρινή κατάληψη της Νομικής Σχολής από φοιτητές του ιδρύματος, τα οποία ενέτειναν τη γενική δυσαρέσκεια προς το καθεστώς και επιτάχυναν τις εξελίξεις, με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο να απομονώνεται όλο και περισσότερο από τον πυρήνα των νεαρών αξιωματικών[128]. Όλες αυτές οι δυσμενείς για το καθεστώς συνθήκες, ακύρωσαν την όποια προσπάθεια κατέβαλε ο Σπ. Μαρκεζίνης για ανάκαμψη της οικονομίας (κατάργηση του ελέγχου των τιμών, αποσύνδεση του εθνικού νομίσματος με το Αμερικανικό, εξίσωση του κόστους των εγχώριων αγροτικών προϊόντων με εκείνο των αντίστοιχων αγαθών της Κοινής Αγοράς κ.α.)


Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου

Στις αρχές όμως του 1973, το χάσμα μεταξύ κράτους και φοιτητών μεγάλωνε. Η Χούντα των Συνταγματαρχών, στην προσπάθειά της να περιορίσει τους φοιτητές, έβαλε σε εφαρμογή το διάταγμα 1347 για τις επιστρατεύσεις. Η φοιτητική ανησυχία άρχισε να μεγαλώνει με αποτέλεσμα το Φεβρουάριο του 1973 να γίνει η πρώτη κατάληψη της Νομικής ενώ στις 14 Μαρτίου ακολούθησε και δεύτερη. Σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της κατάστασης είχε και το μνημόσυνο του «Γέρου της Δημοκρατίας», Γεωργίου Παπανδρέου.

Το φθινόπωρο του 1973 γίνεται δημοψήφισμα το οποίο μεταξύ άλλων ζητούσε να εγκριθεί η εκλογή προέδρου (Γεωργίου Παπαδόπουλου) και αντιπροέδρου της Δημοκρατίας και (Οδυσσέα Αγγελή) για θητεία 8 ετών. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν τελικά θετικό και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Στις 8 Οκτωβρίου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε πολιτική κυβέρνηση τη νέα μεταβατική κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη η οποία ως κύρια αποστολή της ήταν να προπαρασκευάσει και να διεξαγάγει βουλευτικές εκλογές για την 10η Φεβρουαρίου 1974 ενώ την ίδια μέρα παραιτήθηκαν όλοι οι στρατιωτικοί από τις καίριες θέσεις που κατείχαν.

Την Τρίτη 14 Νοεμβρίου εκατοντάδες φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και ετοιμάζονταν να κάνουν συνέλευση. Στο τέλος της συνέλευσης πραγματοποίησαν πορεία στην οδό Σόλωνος και Πατησίων. Το απόγευμα και ενώ οι φοιτητές είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, ο αστυνομικός διευθυντής Δασκαλόπουλος και ο εισαγγελέας Σαμήτας διέταξαν τους φοιτητές να διαλυθούν. Οι φοιτητές βρέθηκαν σε δίλημμα. Δημιουργήθηκε συντονιστική επιτροπή η οποία και αποφάσισε, στις 8:30 μ.μ., την κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Από τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης φάνηκε η στήριξη των πολιτών προς τους φοιτητές, με τρόφιμα, γραφική ύλη και φάρμακα.. Το βράδυ μπήκε σε λειτουργία για πρώτη φορά ο σταθμός των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».

Την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου κόσμος παρέμεινε στο πλευρό των φοιτητών ενώ οδοφράγματα άρχισαν να στήνονται στους δρόμους. Οι αστυνομικοί και τα τανκ (τεθωρακισμένα) άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία δεν άργησαν να γίνουν ενώ στις 7 μ.μ. ανακοινώθηκε και ο πρώτος νεκρός των συγκρούσεων (πόρισμα του εισαγγελέα Δ. Τσεβά).


Τα μεσάνυχτα και ενώ οι φοιτητές επέμεναν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου, έκαναν την εμφάνιση τους τα πρώτα τανκ. Ο κόσμος είχε διαλυθεί βίαια ενώ ο καπνός από τα δακρυγόνα έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Στη 1:30 μ.μ. ο επικεφαλής του τάγματος του στρατού έδωσε διορία να εγκαταλείψουν το κτήριο. Οι φοιτητές αρνήθηκαν και παρέμειναν φωνάζοντας συνθήματα όπως «Κάτω η Χούντα και οι Αμερικάνοι». Στις 2:50 π.μ. ο επικεφαλής διέταξε το τανκ να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου.[132][133] Ο στρατός υποσχέθηκε ελεύθερη δίοδο και άφησε πραγματικά τον κόσμο να φύγει τουλάχιστον από την πύλη της Στουρνάρη με κατεύθυνση πλατεία Εξαρχείων, αν και η αστυνομία περίμενε πιο πάνω στα στενά για να δείρει ή/και να συλλάβει όσους μπορούσε.

Μέσα σε λίγη ώρα το κτήριο είχε αδειάσει. Παρόλαυτα μέσα στο χώρο του Πολυτεχνείου δεν υπήρξε κανένας θάνατος σύμφωνα και με το πόρισμα του εισαγγελέα Δ. Τσεβά αλλά και με το 33437/11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυτεχνείου προς την Εισαγγελία το οποίο επιβεβαίωνεται από τον εισαγγελέα Δ. Τσεβά. Εξάλου αυτό παραδέχεται και στην συνέντευξή του ο έφεδρος στρατιώτης οδηγός του τεθωρακισμένου άρματος A. Σκευοφύλαξ.

Το αποτέλεσμα της στρατιωτικής επέμβασης στο Πολυτεχνείο ήταν χιλιάδες τραυματίες ενώ, μέχρι τώρα, οι επίσημοι νεκροί που έχουν καταγραφεί είναι 24.[134]

Η χούντα του Ιωαννίδη

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου προκάλεσε μια σειρά γεγονότων που έβαλαν ένα απότομο τέλος στις προσπάθειες του Γεώργιου Παπαδόπουλου για επιφανειακή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος της Χούντας. Ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χουντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση ως πρόφαση για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη, και οργάνωσε πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε ο Παπαδόπουλος και η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Αυτό το δεύτερο πραξικόπημα, σε αντίθεση με το πρώτο του Απριλίου 1967, υπήρξε αναίμακτο, αφού οι δυνάμεις του Ιωαννίδη κινήθηκαν αστραπιαία, αιφνιδιάζοντας τον Παπαδόπουλο, ο οποίος τέθηκε σε περιορισμό κατ' οίκον.

Με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, η νέα χούντα διόρισε τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον οικονομολόγο Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο Πρωθυπουργό, αν και ο Ιωαννίδης παρέμεινε ο ισχυρός άνδρας των παρασκηνίων. Η καιροσκοπική επέμβαση του Ιωαννίδη είχε αποτέλεσμα την κατάρρευση του μύθου ότι η χούντα ήταν ιδεαλιστική ομάδα ανώτερων στελεχών του στρατού. Φάνηκε έτσι ξεκάθαρα πως αντί να επιδιώξει μία δημοκρατική λύση, το νέο καθεστώς αποτελούσε μία πιο σκληρή συνέχεια του προηγούμενου.

Το νέο καθεστώς κατηγόρησε την προηγούμενη φατρία για παρέκκλιση από τις «Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου» και διακήρυξε ότι έσωσε την «Επανάσταση» από τη φατρία Παπαδόπουλου

Την ημέρα του κινήματος αναπτύχθηκαν τεθωρακισμένα σε κεντρικά σημεία των πόλεων ενώ μέσω ραδιοφώνου, με μουσική υπόκρουση τα κλασικά στρατιωτικά εμβατήρια, ανακοινώθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας, καθώς και ότι ο στρατός έπαιρνε πίσω τα ηνία της εξουσίας προκειμένου «να σωθούν οι αρχές της Επανάστασης[139]».

Δράση της Χούντας του Ιωαννίδη

Ο Ανδρουτσόπουλος δήλωσε σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στις 26 Νοεμβρίου 1973 ότι καταργούνται το ΑΣΔΥ, το Συνταγματικόν Δικαστήριον, αι Περιφερειακαί Διοικήσεις, και ότι η χώρα θα οδηγηθή εις εκλογάς όταν θα είναι ετοίμη. Στις 17 Δεκεμβρίου 1973 η κυβέρνησή του ψήφισε νέο Σύνταγμα που προέβλεπε περιορισμό των προεδρικών αρμοδιοτήτων[εκκρεμεί παραπομπή].

Ο Ιωαννίδης επέβαλε σκληρότερη δικτατορία από εκείνη του Παπαδόπουλου. Όλοι οι αμνηστευμένοι πολιτικοί εξορίστηκαν εκ νέου, ακόμα και αριστεροί πολίτες και ηθοποιοί, όπως ο Σταύρος Παράβας, που δεν αποτελούσαν κίνδυνο για το νέο καθεστώς. Επίσης επέφερε μερικές επιφανειακές αλλαγές σε ορισμένους τομείς. Εξήγγειλε πως ήταν μαζί με τον λαό, μαζί με τον αγρότη, και ότι ήταν υπέρ των ελληνοχριστιανικών αρχών.

Ο Ιωαννίδης προτιμούσε να εργάζεται παρασκηνιακά και δεν κράτησε ποτέ οποιαδήποτε επίσημη θέση στη χούντα, ενώ προσπαθούσε πάντα να αποφύγει την περιττή δημοσιότητα. Ήταν ο de facto ηγέτης ενός καθεστώτος μαριονετών.

Το τέλος της Χούντας

Η περίοδος της δικτατορίας τελείωσε όταν η Χούντα του Ιωαννίδη «κατέρρευσε» στις 24 Ιουλίου του 1974 κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, παρόλο που η στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε στη θέση της σχεδόν μέχρι το τέλος του έτους. Η εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε τέσσερις ημέρες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου 1974) και αποτέλεσε παράβαση του καταστατικού χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η Χούντα και οι άνθρωποί της στην Κύπρο, οι οποίοι είχαν προχωρήσει σε πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, αιφνιδιασμένοι από την τουρκική αντίδραση ουσιαστικά δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, παραπλανημένοι και από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάληψη του 40% των εδαφών του νησιού (3% με την επιχείρηση «Αττίλας Ι» και σχεδόν το μισό νησί με τον «Αττίλα ΙΙ»).

Την 24η Ιουλίου έφθασε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με το προεδρικό αεροπλάνο της γαλλικής Προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεση του ο Γάλλος πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου (36,4% του εδάφους της) που μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, καταλήφθηκε με τον «Αττίλα ΙΙ» ο οποίος ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου του 1974, δηλαδή 20 ημέρες αφότου είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, και ενώ Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις στην Ελβετία. Οι πραξικοπηματίες αφού τιμήθηκαν προαχθέντες, όπως ο Ιωαννίδης που προήχθη σε υποστράτηγο από τον υπουργό Ε. Αβέρωφ, αργότερα συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για τη δράση τους στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Η ένοπλη κατάληψη της εξουσίας στις 21 Απριλίου 1967 και η περίοδος μέχρι και τις 24 Ιουλίου 1974 χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο αδίκημα.[141] Επίσης δεν ασκήθηκε δίωξη για την απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου και το πραξικόπημα που ακολούθησε στην Κύπρο, με συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών που οδήγησαν τη χώρα σε κίνδυνο ανοιχτού ελληνο-τουρκικού πολέμου, ενώ ο «Φάκελος της Κύπρου» ήρθε στην δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 2018, έπειτα από 43 χρόνια.

 Δίκη των πρωταιτίων της Χούντας και Δίκες των βασανιστών της Χούντας

Στις 28 Ιουλίου του 1975, ξεκίνησε η λεγόμενη Δίκη της Χούντας, δηλαδή η δίκη των τριών πραξικοπηματιών και των συνεργατών τους, για τα αδικήματά τους κατά την διάρκεια της δικτατορίας, την βίαιη κατάλυση της δημοκρατίας και για την στάση τους στην Εξέργεση του Πολυτεχνείου. Η δίκη διήρκησε περίπου ένα μήνα, μέχρι τις 29 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Αποτέλεσμα ήταν η καταδίκη των πραξικοπηματιών. Οι τρεις υπαίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ όλοι οι στρατιωτικοί καθαιρέθηκαν και αποπέμφθηκαν από το στράτευμα με τον βαθμό του στρατιώτη. Ωστόσο, με απόφαση του πρωθυπουργού, οι θανατικές ποινές, μετατράπηκαν σε ισόβια κάθειρξη.


ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Νεότερη Παλαιότερη