Βιβλική καταστροφή με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, από τον σεισμό στην Μιανμάρ


Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι εκτιμάται πως σκοτώθηκαν στη Μιανμάρ από τον πολύ ισχυρό σεισμό που είχε ως αποτέλεσμα να καταρρεύσουν κτίρια και υποδομές, ενώ ένας υπό κατασκευή ουρανοξύστης γκρεμίστηκε επίσης στη γειτονική Ταϊλάνδη. 
Οι περισσότερες ζημιές καταγράφονται στην πόλη Μανταλάι, που βρίσκεται κοντά στο επίκεντρο του σεισμού των 7,7 βαθμών που έπληξε το μεσημέρι αυτήν την περιοχή. Ακολούθησε ένας επίσης ισχυρός μετασεισμός και πολλοί μικρότεροι. Συλλυπητήρια ΠτΔ για τα θύματα από τους καταστροφικούς σεισμούς σε Μιανμάρ και Ταϊλάνδη
Οι αρχές εκφράζουν φόβους για πολλά θύματα, που έχουν καταπλακωθεί κάτω από τα ερείπια. Το Γεωλογικό Ινστιτούτο των Ηνωμένων Πολιτειών εξέδωσε «κόκκινο συναγερμό», προειδοποιώντας για «μεγάλες απώλειες και εκτεταμένες ζημιές». Οι εμπειρογνώμονες του Ινστιτούτου εκτιμούν μάλιστα ότι χιλιάδες άνθρωποι μπορεί να έχουν χάσει τη ζωή τους από τους σεισμούς.

Ένας διασώστης στην Αμαραπούρα, μια αρχαία πόλη και σήμερα προάστιο της Μανταλάι, είπε ότι ανασύρθηκαν 30 νεκροί από πολυκατοικίες που κατέρρευσαν. «Δεν έχω ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Η πόλη μας μοιάζει ισοπεδωμένη», είπε, εκτιμώντας ότι γκρεμίστηκε το ένα πέμπτο των κτιρίων.
«Λάβαμε κλήσεις για βοήθεια από ανθρώπους που παγιδεύτηκαν, αλλά δεν μπορούμε να τους βοηθήσουμε, δεν έχουμε αρκετά χέρια, ούτε μηχανήματα για να μετακινήσουμε τα χαλάσματα, όμως δεν θα σταματήσουμε τη δουλειά», πρόσθεσε.

Ο στρατηγός Μιν Αούνγκ Χλάινγκ, ο ηγέτης της στρατιωτικής χούντας που κυβερνά τη Μιανμάρ, προειδοποίησε ότι υπάρχουν και άλλα θύματα και ζήτησε από όλες τις χώρες να προσφέρουν βοήθεια.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ είπε σε δημοσιογράφους ότι μίλησε με «αξιωματούχους» στη Μιανμάρ και ότι η κυβέρνησή του θα παράσχει κάποιου είδους βοήθεια στη χώρα αυτή.

Στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, ένας αξιωματούχος είπε ότι σκοτώθηκαν τουλάχιστον 9 άνθρωποι. Τα σωστικά συνεργεία αναζητούν επιζώντες στα ερείπια του ουρανοξύστη που κατέρρευσε.

Το Μανταλάι, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Μιανμάρ με πληθυσμό περίπου 1,5 εκατ. ανθρώπους, είναι η αρχαία βασιλική πρωτεύουσα της χώρας και το κέντρο της βουδιστικής λατρείας. Οι διασώστες προσπαθούν να φτάσουν σε δεκάδες μοναχούς που εγκλωβίστηκαν στα συντρίμμια του Μοναστηριού Πάγια Ταούνγκ, είπε ο διασώστης που μίλησε στο πρακτορείο Reuters από την Αμαραπούρα.

Γέφυρες, δρόμοι και κτίρια έχουν καταστραφεί ολοσχερώς, ανέφεραν κάτοικοι και τα τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Η κρατική τηλεόραση MRTV έκανε λόγο για 144 νεκρούς και 732 τραυματίες στη Μιανμάρ.

Οι προσπάθειες διάσωσης και παροχής βοήθειας περιπλέκονται από το γεγονός ότι η στρατιωτική χούντα έχει εμπλακεί σε μια σύγκρουση με τους αντικαθεστωτικούς αντάρτες.

«Όλοι τρέξαμε έξω από το σπίτι όταν τα πάντα άρχισαν να τρέμουν», είπε ένας κάτοικος του Μανταλάι. «Είδα ένα πενταόροφο κτίριο να καταρρέει μπροστά στα μάτια μου. Όλοι στην πόλη βρίσκονται στον δρόμο, κανείς δεν τολμά να μπει μέσα», πρόσθεσε.

Ένας διασώστης από τη φιλανθρωπική οργάνωση Μόε Σαϊντανάρ, είπε ότι έχουν ανασυρθεί τουλάχιστον 60 πτώματα από μοναστήρια και άλλα κτίρια στην Πινμάνα, κοντά στην πρωτεύουσα Ναϊπιντάου, ενώ υπάρχουν ακόμη πολλοί εγκλωβισμένοι.

Στην ίδια την πρωτεύουσα, ένα νοσοκομείο 1.000 κλινών έχει υποστεί ζημιές και δρόμοι άνοιξαν στη μέση.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες είπε ότι τα Ηνωμένα Έθνη κινητοποιούνται για να στηρίξουν τους πληγέντες.

Ο Ζιν Μαρ Αούνγκ, ο διπλωματικός εκπρόσωπος της αντιπολιτευόμενης Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, είπε ότι οι μαχητές των αντικαθεστωτικών οργανώσεων, των αποκαλούμενων Λαϊκών Αμυντικών Δυνάμεων, θα προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια.

Μια αμερικανική ανάλυση που βασίζεται στο βάθος και το μέγεθος του σεισμού, εκτιμά ότι θα υπάρξουν χιλιάδες νεκροί και σοβαρές οικονομικές απώλειες. Οι περιοχές Σαγκαΐνγκ και Μεϊκτίλα θα πληγούν περισσότερο.

Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι κατέρρευσαν κτίρια σε πέντε πόλεις, καθώς επίσης μια σιδηροδρομική γέφυρα και μια οδογέφυρα στον Αυτοκινητόδρομο Γιανγκόν-Μανταλάι. 
Ένας κάτοικος του Μανταλάι είπε ότι σε μια συνοικία, τη Σέιν Παν, ξέσπασε πυρκαγιά. Τα τηλέφωνα δεν λειτουργούν και διακόπηκε η ηλεκτροδότηση, πρόσθεσε.

Σύμφωνα με δύο αυτόπτες μάρτυρες, ένα τζαμί στο Ταουνγκόο κατέρρευσε εν μέρει με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τρεις άνθρωποι. «Προσευχόμασταν όταν έγινε ο σεισμός. Τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν επί τόπου», είπαν οι μάρτυρες.

Στο Αούνγκ Μπαν, στην Πολιτεία Σαν, κατέρρευσε ένα ξενοδοχείο και η «Δημοκρατική Φωνή της Βιρμανίας» ανέφερε ότι δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν και άλλοι 20 παγιδεύτηκαν.

Η Διεθνής Αμνηστία σχολίασε ότι η καταστροφή δεν θα μπορούσε να συμβεί σε χειρότερη στιγμή για τη Μιανμάρ, δεδομένου του υψηλού αριθμού των ήδη εκτοπισμένων κατοίκων, τις μεγάλες ανάγκες σε ανθρωπιστική βοήθεια και την περικοπή της αμερικανικής βοήθειας από την κυβέρνηση Τραμπ. Λόγω των περιορισμών που έχει επιβάλει η χούντα στα μέσα ενημέρωσης, η ακριβής εικόνα της καταστροφής μπορεί να μην γίνει σαφής για κάποιο διάστημα, είπε ο Τζο Φρίμαν, ειδικός της οργάνωσης σε θέματα που αφορούν τη Μιανμάρ.

Η Μιανμάρ είναι μία μεγάλη χώρα της νοτιοανατολικής Ασίας που συνορεύει με την Κίνα στα βορειοανατολικά, το Λάος στα ανατολικά, την Ταϊλάνδη στα νοτιοανατολικά, το Μπανγκλαντές δυτικά και την Ινδία στα βορειοδυτικά. Νότια υπάρχει η Θάλασσα του Ανταμάν εντός του Κόλπου της Βεγγάλης βορειοδυτικά. Το ένα τρίτο της συνολικής περιμέτρου της Μιανμάρ, μήκους 1.930 χιλιομέτρων, σχηματίζει μια συνεχόμενη ακτογραμμή.

Από τις 6 Νοεμβρίου 2005, πρωτεύουσα της χώρας είναι το Νέπιντο. Μεγαλύτερη πόλη παραμένει η Ρανγκούν ή Γιανγκόν, που ήταν ως τότε η πρωτεύουσα της χώρας.

Ο πληθυσμός της χώρας σύμφωνα με την απογραφή του 2024 είναι 56.712.559 κάτοικοι. Η οικονομία της χώρας βασίζεται στον πρωτογενή τομέα και μάλιστα στη γεωργία και κατά δεύτερο λόγο στη βιομηχανία.

Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 69,1 χρόνια (65,9 χρόνια οι άνδρες και 72,2 οι γυναίκες).

Η Μιανμάρ απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο στις 4 Ιανουαρίου 1948 ως «Ένωση της Βιρμανίας». Μετονομάστηκε σε «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ένωσης της Βιρμανίας» στις 4 Ιανουαρίου 1974, πριν ονομαστεί πάλι «Ένωση της Βιρμανίας» στις 23 Σεπτεμβρίου 1988. Στις 18 Ιουνίου 1989, το Κρατικό Συμβούλιο Αποκατάστασης του Νόμου και της Τάξης μετονόμασε το κράτος σε «Ένωση του Μιανμάρ». Στη χώρα έχει εγκαθιδρυθεί στρατιωτική δικτατορία από το 1989 και τότε άλλαξε το όνομά της σε Μιανμάρ.

Τέσσερα χρόνια εμφυλίου πολέμου
Το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου 2021 έλαβε χώρα πραξικόπημα στη Μιανμάρ και ο στρατός κατέλαβε την εξουσία, ενώ η πρωθυπουργός Αούνγκ Σαν Σου Κι, ο Πρόεδρος Ουίν Μιντ και άλλα μέλη της κυβέρνησης, συνελήφθησαν και βρίσκονται στη φυλακή.

Η ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό προκάλεσε εκτεταμένες δημόσιες διαμαρτυρίες, η βίαιη καταστολή των οποίων από τις δυνάμεις ασφαλείας πυροδότησε μια ένοπλη αντίσταση, που οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου.

Εθνοτικές μειονοτικές πολιτοφυλακές και δυνάμεις της λαϊκής άμυνας που υποστηρίζουν την κύρια αντιπολίτευση της Μιανμάρ ελέγχουν μεγάλα τμήματα της χώρας, ενώ ο στρατός κατέχει μεγάλο μέρος της κεντρικής Μιανμάρ και μεγάλες πόλεις, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Νέπιντο.

Η περιοχή Σαγκάινγκ, κοντά στο επίκεντρο των σεισμών 7,7 Ρίχτερ και 6,4 Ρίχτερ που σημειώθηκαν με διαφορά λίγων λεπτών, αποτελεί ένα ασταθές και στρατηγικό πεδίο μάχης στον εμφύλιο πόλεμο. 
Είναι προπύργιο των αντιστασιακών ομάδων υπέρ της δημοκρατίας, οι οποίες μάχονται για την ανατροπή της χούντας. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία από τον ΟΗΕ, ο αριθμός των αμάχων που σκοτώθηκαν από το πραξικόπημα και έπειτα είχε φτάσει τους 5.350 τον Ιούνιο του 2024.

Τα τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον στρατό έχουν δημιουργήσει μια κατάσταση πολλαπλών κρίσεων με σχεδόν τον μισό πληθυσμό να βρίσκεται σε κατάσταση φτώχειας και την οικονομία σε αποσύνθεση, αναφέρει το Πρόγραμμα Ανάπτυξης του ΟΗΕ.

Έλεγχος των ΜΜΕ – Περιορισμένες ειδήσεις
Καθώς η Μιανμάρ κυβερνάται από στρατιωτική χούντα, η κλίμακα της καταστροφής μπορεί να μην γίνει σαφής για αρκετό καιρό. Το κράτος ελέγχει σχεδόν το σύνολο των τοπικών ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και τα έντυπα, ενώ η χρήση του διαδικτύου είναι επίσης περιορισμένη.

Σύμφωνα με όσα δήλωσε στον Guardian ο ερευνητής Τζο Φρίμαν, «το γεγονός ότι δημοσιεύονται περισσότερες φωτογραφίες και πληροφορίες από την Ταϊλάνδη (η οποία ταρακουνήθηκε επίσης από τον σεισμό) παρά από το επίκεντρο στη Μιανμάρ, είναι μια τρομακτική υπενθύμιση της συντριβής της ελευθερίας του Τύπου από τον στρατό μετά το πραξικόπημα του 2021».

Ανθρωπιστική κρίση
Πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της Μιανμάρ θα χρειαστεί ανθρωπιστική βοήθεια φέτος. Ταυτόχρονα, οι επιπτώσεις των περικοπών της αμερικανικής βοήθειας (USAID) από τον Ντόναλντ Τραμπ στις ανθρωπιστικές υπηρεσίες της χώρας, έχουν αρχίσει να γίνονται αισθητές.

Ο στρατός της Μιανμάρ αρνείται την παροχή βοήθειας σε περιοχές όπου δραστηριοποιούνται οι πολιτικοί του αντίπαλοι. «Πρέπει να επιτρέψει αμέσως την απρόσκοπτη πρόσβαση σε όλες τις ανθρωπιστικές οργανώσεις και να άρει τα διοικητικά εμπόδια που καθυστερούν την εκτίμηση της ζημιάς που έχει προκληθεί», τόνισε ο Φρίμαν.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες χώρες έχουν επικρίνει την ανάληψη της στρατιωτικής εξουσίας σε μια δήλωση που ζητούσε επίσης την απελευθέρωση της ανατραπείσας ηγέτιδας Αούνγκ Σαν Σου Κι και άλλων πολιτικών κρατουμένων.

Επεσήμαναν ότι σχεδόν 20 εκατομμύρια άνθρωποι χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια και ότι έως και 3,5 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας, αύξηση σχεδόν κατά ένα εκατομμύριο τον τελευταίο χρόνο. Εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους για την αύξηση του διασυνοριακού εγκλήματος στη Μιανμάρ, όπως η διακίνηση ναρκωτικών και ανθρώπων και οι διαδικτυακές απάτες, οι οποίες επηρεάζουν τις γειτονικές χώρες και ενέχουν τον κίνδυνο ευρύτερης αστάθειας.

Η εξέγερση του 2007
Τον Αύγουστο του 2007 με αφορμή τη συμπλήρωση 19 χρόνων από την άγρια καταστολή των λαϊκών συγκεντρώσεων, οι Βουδιστές μοναχοί -άτομα ιερά στη Μιανμάρ- οργάνωσαν διαδηλώσεις σε μεγάλες πόλεις της χώρας διαμαρτυρόμενοι για το ανελεύθερο καθεστώς.

Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου οι διαδηλώσεις κορυφώθηκαν λόγω των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που αφορούσαν την απόφαση της στρατιωτικής κυβέρνησης να αποσύρει την επιδότηση στα καύσιμα με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών, αλλά και λόγω των ξυλοδαρμών τριών βουδιστών μοναχών από την αστυνομία.

Στις 24 Σεπτεμβρίου πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη διαδήλωση στην ιστορία της Μιανμάρ, όταν 100.000 πολίτες και Βουδιστές κατέβηκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν κατά των οικονομικών μέτρων της κυβέρνησης αλλά και για τη φτώχεια που ταλανίζει τη χώρα. Το στρατιωτικό καθεστώς, θορυβημένο από αυτή την εξέλιξη, ανακάλεσε την 22η Μεραρχία από το κρατίδιο της Καρέν για τη Ρανγκούν.

Η 22η Μεραρχία είχε χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει και τις λαϊκές εξεγέρσεις του 1988 και έτσι η κίνηση αυτή προκάλεσε αίσθηση προοικονομώντας τις προθέσεις της στρατιωτικής κυβέρνησης. Την επόμενη μέρα επιβλήθηκε νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας μεταξύ 9 μ.μ. και 5 π.μ. ενώ η πόλη Ρανγκούν τέθηκε υπό άμεσο στρατιωτικό έλεγχο. Παράλληλα, τμήματα στρατού παρατάχθηκαν σε όλη την πόλη.

Ο λαός κατέβηκε ξανά στους δρόμους τις επόμενες μέρες, με την αστυνομία και τον στρατό να ξυλοκοπούν άγρια τους διαδηλωτές, ενώ σημειώθηκαν αρκετές συλλήψεις. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν πάνω από 30 πολίτες, μεταξύ των οποίων και ένας Ιάπωνας δημοσιογράφος. Επίσης συνελήφθησαν χιλιάδες άτομα τα οποία κρατούνται μέχρι και σήμερα, ενώ εκατοντάδες άνθρωποι αγνοούνται από τα επεισόδια.

Η Μιανμάρ έχει επίσης πληγεί από φυσικές καταστροφές και η διεθνώς απομονωμένη χούντα δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει επαρκώς. Η χώρα βρίσκεται πάνω στο σημείο συνάντησης δύο τεκτονικών πλακών και η περιοχή αυτή είναι από τις πλέον σεισμογενείς στον κόσμο.

Ο Νι Νι Κιάου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, είπε ότι η Μιανμάρ αδυνατεί πλήρως να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του σεισμού, λόγω της «κατάρρευσης της κοινωνίας των πολιτών».

Στην Μπανγκόκ της Ταϊλάνδης, πολλοί άνθρωποι βγήκαν πανικόβλητοι στους δρόμους - μεταξύ αυτών ήταν και πελάτες ξενοδοχείων με τις ρόμπες τους ή με μαγιό. Τα νερά έτρεχαν σαν καταρράκτης από την πισίνα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου.

Οκτώ από τα εννέα θύματα στην Ταϊλάνδη σκοτώθηκαν όταν κατέρρευσε ο ουρανοξύστης, είπε ο αντικυβερνήτης Ταβίντα Καμολβέτζ. Οι αγνοούμενοι ξεπερνούν τους 100.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Νεότερη Παλαιότερη