Φεστιβάλ κινηματογράφου Βενετίας

Κουλτουριάρικα τα φετινά λιοντάρια
Όταν το βαρύ πυροβολικό της κριτικής επιτροπής της βενετσιάνικης Μόστρα το απαρτίζουν ονόματα όπως του...
Ντάρεν Αρονόφσκι (στο ρόλο του προέδρου), του Αντρέ Τεσινέ και του Μάριο Μαρτόνε, αναμενόμενο είναι στη μοιρασιά των βραβείων να θριαμβεύει αυτό που θα λέγαμε «καλλιτεχνικό σινεμά» (ή ωμότερα κουλτουριάρικο).

Έτσι ο ρώσος Αντρέι Σοκούροφ (γνώριμος στη Θεσσαλονίκη από την προβολή των ταινιών «Μητέρα και γιος», «Ο θάνατος του πατέρα», που προβλήθηκαν στο Φεστιβάλ, και «Ρωσική κιβωτός»), που χρόνια περιοδεύει στα μεγάλα φεστιβάλ ψάχνοντας ένα μεγάλο βραβείο, επιτέλους τα κατάφερε με τον «Φάουστ» και ας μη βρίσκεται στις καλύτερες στιγμές του. Το «Χρυσό Λιοντάρι» κατέληξε στα χέρια του, για να δικαιώσει αυτούς που βλέπουν με συνωμοσιολογική διάθεση τις κινηματογραφικές γιορτές, αφού ο πρόεδρος της επιτροπής είναι συμπατριώτης του. Ανάλογα αναπάντεχο ήταν και το χέρι που σήκωσε το «Αργυρό Λιοντάρι», αυτό του κινέζου Κάι Σαγκγιούν, του οποίου «Οι άνθρωποι του βουνού» προβλήθηκαν ως ταινία-έκπληξη στο Φεστιβάλ. Βέβαια η Θεσσαλονίκη μπορεί να επαίρεται ότι πρώτη ανακάλυψε το φερέλπιδα Κινέζο, καθώς τον βράβευσε με το «Χρυσό Αλέξανδρο» για την πρώτη ταινία του «Το κόκκινο στάχυ» στο δικό της Φεστιβάλ.

Και πάλι Λάνθιμος
Μαζί με τον Κινέζο στις νέες δυνάμεις του παγκόσμιου σινεμά προσμετράται πλέον και ο έλληνας Γιώργος Λάνθιμος, που κέρδισε το βραβείο σεναρίου για ένα πραγματικά μεστό και πολυεπίπεδο σενάριο. Ένα βραβείο δίκαιο όχι μόνον για τη σεναριακή δομή του φιλμ αλλά και για τον ποιητικό λόγο του, που εκφέρεται με τον τρόπο της παράθεσης ονομάτων, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών. Ο Γιώργος Λάνθιμος, όπως γράφαμε και στην προηγούμενη ανταπόκρισή μας, αποτελεί την ατμομηχανή μιας εγχώριας ομάδας νέων σκηνοθετών, που τείνει να εξελιχθεί σε σχολή, στηρίζοντας τις δημιουργίες της στην κατάρριψη ή στην απόρριψη των στερεοτύπων, τόσο των κοινωνικών όσο και των αισθητικών.
Δύο σπουδαίοι ρόλοι σε δύο πολύ καλές ταινίες απέσπασαν τα βραβεία ανδρικής και γυναικείας ερμηνείας. Η Κινέζα, από το Χογκ Κογκ, Ντίνι Ιπ κρατά μόνη της το φιλμ «Μια απλή ζωή» της Αν Χούι, υποδυόμενη την οικονόμο ενός ευκατάστατου σπιτιού στην κατακλείδα της ζωής της. Από τη ζεστασιά του σπιτιού στην ψύχρα του οίκου ευγηρίας, μία υπομονετική περσόνα που παραδίδει μαθήματα ζωής. Ακριβώς αντίθετα ο Μάικλ Φασμπέντερ στην έξοχη ταινία του εικαστικού Στιβ Μακουίν με τίτλο «Ντροπή» πραγματοποιεί τις δικές του διαδρομές από το μετρό της Νέας Υόρκης στους πολυτελείς ουρανοξύστες της. Από το σκοτάδι του υποσυνείδητου στο γκρίζο φως του άστεως και του φαίνεσθαι, ο Φασμπέντερ ως πρωταγωνιστής αναζητά τη δική του αλήθεια για τη σεξουαλική ζωή του: στις εφήμερες ή στις μόνιμες σχέσεις; Το φιλμ του Στιβ Μακουίν, αδικαιολόγητα παραμελημένο από την κριτική επιτροπή, δικαιώθηκε στα μάτια των κριτικών, πράγμα που αποδεικνύεται από το βραβείο FIPRESCI, το οποίο κατέκτησε. Η ταινία αυτή, όπως και το εκτός συναγωνισμού «Wild Salome» του Αλ Πατσίνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντιπροσώπευαν τις πιο ρηξικέλευθες αισθητικές προτάσεις τις φετινής Μόστρα. Αλλά έτσι κι αλλιώς φέτος δεν ήταν η χρονιά των Αμερικανών, αφού παρά τις θετικότατες εντυπώσεις των ταινιών του Κλούνεϊ, του Πολάνσκι, του Κρόνερμπεργκ, του Σόντεμπεργκ και του Άλφρεντσον, το χολιγουντιανό λόμπι έφυγε με άδεια χέρια από τη Βενετία.
απο την Μακεδονία

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Νεότερη Παλαιότερη