
Κυριακή βράδυ, μετά από ένα σαββατοκύριακο διάβασμα, είχε έρθει η ώρα να ξεσκάσω. Βγήκα με την κάμερα παρέα και ακολούθησα τους rider της owl σε μια βόλτα στην πόλη. Καβαλάω το δανεικό ποδήλατο, γιατί το δικό μου το κλέψανε βλέπεις, και ακολουθώ μια ιδιόρρυθμη παρέα σε στενά και σε πλατείες στην πόλη με τα κίτρινα φώτα.
Ο χαρακτηρισμός ιδιόρρυθμη όμως πρέπει να διευκρινιστεί, ήταν μια από τις σπάνιες φορές που αναβάτες διαφορετικών αθλημάτων βρέθηκαν μαζί, σε κοινή παρέα, να βολτάρουν στην πόλη.

Πρώτη στάση στην Εκκλησία. Διάφοροι γνωστοί είναι ήδη εκεί και η παρέα μεγαλώνει. Η σακούλα αδειάζει και εμείς κατευθυνόμαστε προς το λιμάνι. Περνάμε ανάμεσα από τις πρώην αποθήκες και φτάνουμε στο γερανό. Ο κόσμος στην περιοχή ήταν αρκετός, καθώς όταν ο καιρός είναι καλός αποτελεί ένα στέκι όλων των ηλικιών. Δεν ξέρω τι είναι αυτό που μας τραβάει σε μέρη που θυμίζουν μια άλλη εποχή, σε μέρη που κάποτε είχαν άλλη χρήση και η χροιά αυτής, είναι έντονα ζωγραφισμένη παντού.

Όμως καθίσαμε αρκετά και εδώ. Αποφασίζουμε ότι ήρθε η ώρα για φαγητό. Το μέρος γνωστό και οι πιο πεινασμένοι έχουν φτάσει πριν καν εγώ με τον Πάνο που ακολουθούσε με τα πόδια, καθώς είχε πρόσφατα σπάσει το χέρι του, περάσουμε την Τσιμισκή. Η Βαλαωρίτου ζωντανή αυτή την ώρα, λίγο πριν ανοίξουν τα μαγαζιά. Δεν ξέρω πραγματικά, αυτά τα φώτα, με την πορτοκαλοκίτρινη υφή αν μου αρέσουν η όχι. Από την μια καταστρέφουν κάθε φωτογραφία οπότε με ενοχλούν, από την άλλη δίνουν μια τόσο χαρακτηριστική εικόνα στην πόλη, κάπως ωμή και βρώμικη αλλά παρόλα αυτά σαγηνευτική και αυθεντική.
