Το ήξερες ότι στην Θεσσαλονίκη έζησε ο "άστεγος Παβαρότι" ;



"Με τον Διονύση πήγαιναν βόλτα τα πρωινά, με την Νίκη κάθε απόγευμα, μόλις σχολούσε από το κατάστημα με τα υδραυλικά είδη. Ο Διονύσης ήταν ακόμη στην δουλειά τέτοια ώρα. Τα Σαββατοκύριακα όμως κοιτούσε να έχει νυχτερινή βάρδια στις διανομές πάγου, για να πηγαίνουν βόλτα όλοι μαζί, πρωί, απόγευμα. 

Από την Τούμπα κατέβαιναν μέχρι κάτω χαμηλά στην θάλασσα, στο πεδίο του Άρεως και το μουσείο βυζαντινού πολιτισμού∙ αντίκρυ από τον Άγιο Κωνσταντίνο. Τέτοιες μέρες, από την μεγάλη του χαρά έδινε ρεσιτάλ, “ερμήνευε” με τον τρόπο του, τις δικές του μελωδίες. Μπορεί να τις καταλάβαινε μόνο ο ίδιος, όμως με την θέρμη που απέδιδε τα συναισθήματα του αυτό το καταπληκτικό πλάσμα, το κοιτούσαν όλοι έκπληκτοι στο πάρκο. 

Έτσι μια ανοιξιάτικη μέρα αφού έτρεξε για λίγο στο γρασίδι και έπειτα “σημάδεψε” τον κορμό της αγαπημένη του ελιάς, άρχισε το τραγούδι του. Έτυχε να συναντήσουν εκεί τον Γιώργο, έναν γνωστό του Διονύση που αγαπούσε πολύ να ακούει όπερα. Ο Γιώργος κοιτώντας μα πιο πολύ ακούγοντας το κουταβάκι ράτσας Αγίου Βερνάρδου, με πόση μαεστρία απέδιδε το μελωδικό και τόσο χαρούμενο τραγούδι του, του έδωσε το όνομα που παραγκώνισε το “Μπούμπη” της Νίκης και θα τον συντρόφευε για όλη του την ζωή. Με τα γρήγορα περάσματα της φωνής του και τα υψηλά - αν και σε σύγκριση πολύ βραχνά – Ντο, δικαίως ταύτισε σώμα και φωνή με τον μεγαλόσωμο τενόρο και του έδωσε το όνομα του, Παβαρότι.

Για εκείνον τον χειμώνα είχαν μεγάλα σχέδια. Ήδη από την αρχή του καλοκαιριού είχαν δηλώσει και οι δυο τους άδεια για τα Χριστούγεννα. Θα πήγαιναν ταξίδι με το αμάξι τους στην Ευρώπη. Φυσικά θα είχαν παρέα και τον Παβαρότι, είχε μεγαλώσει αρκετά και πια ήταν ένας όμορφος αλπικός μολοσσός, λευκός με κανελί πινελιές. Μακρύ ταξίδι, αφού πρώτα θα διέσχιζαν την Μακεδονία, θα έκοβαν από την Ήπειρο και θα κατέβαιναν ευθεία για την Πάτρα και από εκεί το ίδιο απόγευμα με το μεγάλο φέρι μποτ για Ιταλία. 

Μέχρι το άλλο πρωί θα έφθαναν στο Μπάρι και έπειτα οδικώς μέχρι το κοσμοπολίτικο Μιλάνο, πολλές ώρες οδήγησης όμως θα βοηθούσε και η Νίκη που ήταν καλή οδηγός. Μετά το Μιλάνο, Γενεύη με την υπέροχη λίμνη και τέλος στην Βιέννη για παραμυθένιες γιορτινές στιγμές, ένα όνειρο που έκαναν μαζί εδώ και πέντε χρόνια που ήταν ζευγάρι. Λίγο πριν την Πρωτοχρονιά ξανά πίσω στην Ελλάδα μέσα από την Ουγγαρία και τα διαμελισμένα Βαλκάνια. 

Ίσως σταματούσαν και στο Βελιγράδι, για μια μέρα, αλλά αυτό το προσπαθούσε κρυφά ο Διονύσης, θα ήταν έκπληξη…
Μια φράση του λαού λέει πως «Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει» ίσως όμως εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα δεν γελούσε, ίσως έκλαιγε, γιατί αλλιώς θα ήταν πολύ “απάνθρωπος” για τα ανθρώπινα μέτρα. Όταν ο Διονύσης γύρισε κατάκοπος στο σπίτι δεν βρήκε τις δυο μεγάλες αγκαλιές που είχε συνηθίσει. Οι δυο τους καθόταν κουλουριασμένοι στον καναπέ. Η Νίκη σκεπτική, μουδιασμένη. 
Ο Παβαρότι είχε κουρνιάσει δίπλα της.

Από εκείνο το βράδυ ο χρόνος πάγωσε στο σπίτι του Διονύση και την Νίκης. Πάγωσε μέχρι που η Νίκη έφυγε από την ζωή, μια φθινοπωρινή ηλιόλουστη μέρα, λίγο καιρό μετά, λίγο πριν το ταξίδι τους στην Ευρώπη. Μέχρι την τελευταία μέρα της το σχεδίαζαν αυτό το ταξίδι και ας ήταν εντελώς ανέφικτο να ταξιδέψει∙ έτσι ξόρκιζαν το κακό μακριά, κόντρα στην λογική, στην αδυσώπητη πραγματικότητα.

Ο Διονύσης εκείνα τα Χριστούγεννα δεν καταλάβαινε τι είχε γίνει, δεν είχε συνειδητοποιήσει την απώλεια της, δεν διανοούνταν πως δεν θα την ξανάβλεπε. Ζούσε σε λήθαργο, ενώ τριγύρω του όλα έτρεχαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.
Οι βόλτες τους δεν θα ήταν ποτέ ξανά ίδιες. Όταν έβγαιναν με τον Παβαρότι, ο Διονύσης περπατούσε πάντα σκεπτικός, βαρύς και ας προσπαθούσε να χαμογελάσει, να δείξει χαρούμενος στους γύρω του, και ας έλεγε σε όλους “καλά είμαι” η όψη του τον πρόδιδε, είχε παρατήσει τον εαυτό του. 

Η Νίκη έλειπε και στον Παβαρότι, του έλειπε πάρα πολύ. Καθόταν τώρα πολλές ώρες στο σπίτι, μοναχός του. Δίχως παιχνίδια, δίχως αγκαλιές και τις μακρινές βόλτες τους με την Νίκη. Ακόμη και η ακόρεστη όρεξη του για φαγητό είχε περιοριστεί πολύ. Στο πάρκο είχε σωπάσει, δεν τραγουδούσε πια έξω, ούτε μπροστά στον Διονύση. Στο σπίτι όμως, τις ώρες της μοναξιάς του, καθώς πλησίαζε αργά στο τζάμι της μπαλκονόπορτας με την υπέροχη θέα στο κέντρο και στο λιμάνι, έβλεπε το τραπεζάκι με τις φωτογραφίες από τις παλιές, όμορφες στιγμές. 

Τότε το τεράστιο κεφάλι του χαμήλωνε, στα μικρά μάτια του ζωγραφιζόταν η θλίψη πάνω στο είδωλο της Νίκης. Ήταν οι στιγμές που ξεπηδούσε από μέσα του ένα λυπητερό τραγούδι. Οι γείτονες που τον άκουγαν ανατρίχιαζαν, ήταν τόσο το συναίσθημα του Παβαρότι που βούρκωναν και οι ίδιοι από τον μελαγχολικό σκοπό του…

Πέρασαν μήνες και το καλοκαίρι είχε μπει για τα καλά. Ο Διονύσης βάδιζε αργά όπως πάντα, κρατώντας το λουρί του Παβαρότι. Όχι ότι χρειαζόταν λουρί αυτό το αξιαγάπητο πλάσμα∙ άξιος απόγονος των αλπικών σκυλιών που αιώνες βοηθούσαν τους διαβάτες στο παγωμένο πέρασμα του Αγίου Βερνάρδου στην Ελβετία, δεν θα επιτιθόταν ποτέ σε κανέναν. Είχε φιλίες ακόμα και με την Λούση, την γάτα της κυρίας Μαρίκας στο ισόγειο. Απλά ο Διονύσης έβαζε το λουρί για να μην φοβούνται οι περαστικοί, βλέποντας ένα τόσο μεγαλόσωμο σκυλί να περπατάει ελεύθερο.

Το πάρκο ήταν σχεδόν άδειο γιατί αν και αργά το απόγευμα ο ήλιος ακόμη έκαιγε αφόρητα. Από ώρα ο Διονύσης δεν αισθανόταν καλά, ζαλιζόταν συνεχώς, ήταν και αρκετά κουρασμένος από την δουλειά, όμως δεν ήθελε να στερήσει την βόλτα στον φίλο του. Όταν ο Παβαρότι έτρεξε ανόρεκτα να φέρει το μπαλάκι που του πέταξε μακριά ο Διονύσης, έγινε η καταστροφή. 

Ο μοναδικός φίλος που του είχε απομείνει σωριάστηκε άξαφνα. Το κεφάλι του χτύπησε στο έδαφος, το αίμα έβαψε τα λίθινα πλακάκια. Ευτυχώς ένας περαστικός που είδε τι συνέβη, κάλεσε αμέσως ασθενοφόρο.

Τα ουρλιαχτά της σειρήνας μπερδεύτηκαν στην κίνηση με τα λαχανιασμένα γαβγίσματα του Παβαρότι. Τόση ώρα στριφογυρνούσε ανήσυχος πλάι στον Διονύση, τρέχοντας έπειτα ανάμεσα στους τραυματιοφορείς που τον έπαιρναν μακριά του. Τώρα ακολουθούσε φρενιασμένος τρέχοντας πίσω από τις κλειστές πόρτες του ασθενοφόρου. Μάταια αγκομαχούσε πίσω του για αρκετή ώρα, σιγά – σιγά ξεμάκρυνε, μέχρι που χάθηκε στους δρόμους. Ο κακομοίρης ξάπλωσε σε ένα πεζοδρόμιο δίχως ανάσα μέσα στην αφόρητη ζέστη∙ χωρίς νερό, χωρίς στέγη, χωρίς φίλο, ολομόναχος σε έναν άγνωστο κόσμο.

Εκείνο το βράδυ και πολλά ακόμη περιπλανήθηκε στους δρόμους, αμάθητος στους κινδύνους και στις παγίδες της μεγαλούπολης. Πεινούσε, διψούσε, νύσταζε. Άρχισε να ψάχνει στα σκουπίδια για τροφή, να πίνει λιμνάζοντα νερά από τις λακκούβες του δρόμου. Παρότι ο ίδιος ήταν φιλικός, και μόνο από την εμφάνιση του, κάποιοι τον φοβόταν και τον έδιωχναν με φωνές και θορύβους. Πόσο στεναχωρημένος ήταν, πόσο του έλειπαν αυτοί οι δυο άνθρωποι που τον μεγάλωσαν και τον αγαπούσαν. Άστεγος ο Παβαρότι, βρώμικος και πεινασμένος τριγυρνούσε μελαγχολικός στους δρόμους της Θεσσαλονίκης…





***








Η Ζωζώ ήταν άλλο πράμα, κούκλα, με πλούσιο τρίχωμα σε όλες τις αποχρώσεις του καφέ και του γκρι και καστανά μάτια, παμπόνηρη μα και τρυφερή. Ήξερε το κέντρο της πόλης απ’ έξω και ανακατωτά καθώς γεννήθηκε μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο διατηρητέο στην Σβώλου πίσω από την Αγία Σοφία. Αλανιάρα, κεραμιδόγατα, σαν τον νονό της έναν γερό μπερμπάντη, ναυτικό που είχε φάει όλο του το βιός στις γυναίκες. Γνώριζε τα καλύτερα στέκια της πόλης, εκεί όπου το φαγητό ήταν νόστιμο και άφθονο. Ήξερε τις καλύτερες κρυψώνες για ζεστό ή δροσερό ύπνο∙ αναλόγως της εποχής. Κέρδιζε πολλά χάδια γιατί την συμπαθούσαν όλοι. Όλοι, εκτός κάποιων που την είχαν βάλει στο μάτι και αυτοί δεν ήταν άλλοι από δυο σκύλους που δεν άντεχαν να τους κλέβει πάντα αυτή την παράσταση, τα χάδια και το φαγητό. Από την ζήλια τους την είχαν κυνηγήσει κάποιες φορές. Ευτυχώς ήταν αργοί και οι δυο τους και τους ξέφευγε άνετα κοροϊδεύοντας τους από την ασφάλεια που της έδιναν οι φτελιές του κέντρου.

Εκείνο όμως το κρύο απόγευμα στα μέσα του Νοέμβρη, η Ζωζώ είχε κάνει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της. Ενώ πάντα κοιτούσε και έλεγχε καλά τον χώρο πριν μπει για έναν περιποιημένο υπνάκο στον στενό διάδρομο∙ ανάμεσα σε δυο μαγαζιά της οδού Τσιμισκή, εκείνο το απόγευμα το ξέχασε. Είδε την τελευταία στιγμή τα μάτια τους να γυαλίζουν και τα κοφτερά τους δόντια έτοιμα να την κατασπαράξουν. Πετάχτηκε να φύγει σαν αστραπή μα ο ένας την πρόλαβε και την χτύπησε με τα νύχια του ψηλά στο πόδι, κοντά στην ουρά. Παρόλο τον πόνο της πρόλαβε να βγει έξω στο πλακόστρωτο του πολυσύχναστου δρόμου. Όμως πονούσε, πονούσε πολύ και δεν μπορούσε να τρέξει γρήγορα, ούτε καν να σκαρφαλώσει. 

Ήταν θέμα χρόνου, θέμα λίγων στιγμών ίσως…
Πρώτα ακούστηκε το βραχνό γάβγισμα του και ύστερα με μια δυνατή σπρωξιά πέταξε πάνω σε μια βιτρίνα με γυναικεία ρούχα τον έναν και αμέσως μετά, ο δεύτερος διώκτης της έσκασε στον κορμό μιας φτελιάς. Ο Παβαρότι είχε δει τα πάντα, ήταν αδυνατισμένος μα και πάλι επιβλητικός, το λευκό του τρίχωμα ήταν βρώμικο και η δύσκολη ζωή τον είχε κάνει να φαίνεται άγριος, «Ποτέ δεν φέρονται έτσι σε μια κυρία τους» τους γρύλισε. Στο δεύτερο γάβγισμα του και οι δυο τους χάθηκαν μέσα στο πλήθος. Τρέξανε μακριά, ταπεινωμένοι με την ουρά στα σκέλια. Η Ζωζώ στάθηκε να κοιτάει με λατρεία τον σωτήρα της, από εκείνη την στιγμή οι δυο τους έγιναν αχώριστοι.
Μπρος η Ζωζώ και πίσω ο Παβαρότι. Ποιόν να φοβηθεί τώρα; Γελούσαν και τα μουστάκια της. Μα και για τον Παβαρότι άλλαξαν όλα. Τέρμα οι δύσκολες μέρες, με την Ζωζώ παρέα είχε ότι του έλειπε τόσο καιρό. Τον πήγαινε στα καλύτερα μαγαζιά και σπίτια, το φαγητό ποτέ δεν έλειπε στον Παβαρότι, τα χάδια των περαστικών επίσης. Πέρασε ο χειμώνας και ξαναέπιασαν οι ζέστες. Στο κέντρο της πόλης οι δυο τους είχαν γίνει πασίγνωστοι...
***
Οι μέρες ακόμη μια φορά ξεκίνησαν να μικραίνουν και ο καιρός σιγά-σιγά κρύωσε για τα καλά. Η πόλη άρχισε να στολίζεται με τα χριστουγεννιάτικα της. Σε λίγες μέρες δέντρα και λαμπάκια φώτισαν το κέντρο. Τσιμισκή, Μητροπόλεως, Εγνατία, όλοι οι εμπορικοί δρόμοι είχαν φορέσει τα γιορτινά τους. Η πλατεία Αριστοτέλους υποδέχθηκε το πανύψηλο δένδρο και το Χριστουγεννιάτικο καραβάκι, την φάτνη του Θείου Βρέφους. Στον Παβαρότι άρεσε πολύ αυτή η όψη της πόλης. Με το βαρύ του βήμα κατέβαινε συχνά αυτές τις ημέρες μέχρι κάτω στην θάλασσα και έβλεπε τον κόσμο ευτυχισμένο να βγαίνει φωτογραφίες στην στολισμένη πλατεία. 

Που και που ερχόταν και η Ζωζώ για παρέα. Πόσο του άρεσε να τριγυρνάει εκεί. Θυμόταν και αυτός τον εαυτό του εδώ, στο ίδιο ακριβώς σημείο, μικρούλης, ανάμεσα στον Διονύση και την Νίκη. Τα διηγούνταν στην Ζωζώ και εκείνη κάποιες στιγμές ζήλευε μέσα της που δεν είχε τέτοια τύχη, μα τον κοιτούσε τρυφερά και του χάιδευε το πόδι με αγάπη. 

Είχε φθάσει και η παραμονή των Χριστουγέννων, σουρούπωνε και τα φώτα της πλατείας μόλις είχαν ανάψει. Ο κόσμος είχε αραιώσει προς το παρόν μετά τις πρωινές εκδηλώσεις και τα κάλαντα, όμως σε λίγες ώρες μουσικά συγκροτήματα θα πλημμύριζαν την σκηνή που είχε στηθεί προς την θάλασσα. Και πάλι κόσμος πολύς θα μαζευόταν στην πλατεία για να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα, παρά το τσουχτερό κρύο. 

Ο ανατολικός άνεμος που είχε σηκωθεί πριν ώρα έφερνε υγρασία στην παγωμένη πόλη, με τέτοιες θερμοκρασίες και υγρασία φαινόταν πως μάλλον το πήγαινε για χιόνι ο καιρός.
Ο Παβαρότι και η Ζωζώ μόλις είχαν τελειώσει ένα βασιλικό γεύμα στις ταβέρνες της Βασιλέως Ηρακλείου, στα “Λουλουδάδικα”. Τα μεζεδάκια από τους θαμώνες των μαγαζιών άφθονα, ακόμη και για τον γιγαντόσωμο Παβαρότι. Ευχαριστημένοι οι δυο τους κατηφόρισαν μέσα από τις καμάρες της Πλατείας, μπλέχτηκαν με τους περαστικούς στην διάβαση της Τσιμισκή και ύστερα πέρασαν επιδεικτικά μπροστά από τον ψηλομύτη παρκαδόρο του Ηλέκτρα Παλλάς. Διέσχισαν την οδό Μητροπόλεως και χώθηκαν στην πλατεία. Ο ουρανός είχε γίνει πια κόκκινος και ψιλές ψιλές νιφάδες έπεφταν που και που. 

Ο Παβαρότι περπάτησε μπρος από το φωτισμένο καράβι της πλατείας Αριστοτέλους και έφτασε μπροστά στην Φάτνη. Κοιτούσε λυπημένος, η Ζωζώ το καταλάβαινε και τον άφησε για λίγο μόνο. Ο καημένος ο Παβαρότι σε μια στιγμή κόντεψε να τρελαθεί. Ένας άντρας τον πλησίασε, για μια στιγμή νόμιζε πως ήταν ο Διονύσης… όμως ήταν ψέματα. Πόσο απογοητεύτηκε, πόσες εικόνες πέρασαν από το μυαλό του. Ξαφνικά δίχως να το καταλάβει ο πρώτος ήχος βγήκε από το στόμα του. Η Ζωζώ δεν είχε απομακρυνθεί πολύ όταν ακούστηκε ένα τραγούδι, γύρισε έκπληκτη και είδε τον Παβαρότι να τραγουδάει. Η Ζωζώ δεν είχε ιδέα, έμεινε σε μια σε γωνιά της πλατείας έκπληκτη, να ακούει τον υπέροχο φίλο της. Εκεί καθόταν και ένας παλιός της φίλος, ο Μανώλης, άστεγος τα τελευταία 5 χρόνια που κάποτε όμως την τάιζε πολλές φορές έξω από το όμορφο εμπορικό του με τα είδη προικός. Συχνά τον τελευταίο καιρό ο κύριος Μανώλης συναντιόταν με την Ζωζώ και τον Παβαρότι στους δρόμους του κέντρου και τους καμάρωνε. 

Ενώ ο σκύλος Αγίου Βερνάρδου τραγουδούσε εντελώς απορροφημένος, σιγά σιγά μικροί και μεγάλοι μαζεύονταν τριγύρω του. Ήταν τόσος ιδιαίτερος αυτός ο τενόρος, τόσο περίεργο ένα μεγαλόσωμο σκυλί να κάνει όλους αυτούς τους μορφασμούς, να τεντώνει τον λαιμό του, να ορθώνει το κεφάλι στον ουρανό, να ελέγχει τις φωνητικές του χορδές, παράγοντας μια διαφορετική μα τόσο ζεστή μελωδία, που όλοι είχαν μείνει άφωνοι. Η πλατεία πλημμύριζε από τις μελωδίες του και εκείνος συνέχιζε ζώντας μέσα σε όνειρο.

Ένα κοριτσάκι που είχε τραβήξει με το ζόρι τον πατέρα της για να δει ανάμεσα στο μαζεμένο πλήθος τον μοναδικό αυτόν ερμηνευτή, φώναξε προς τον πατέρα της “Κοιτά, μπαμπά, κοίτα μπαμπά, είναι μόνο του το σκυλάκι, δεν έχει σπίτι; Να τον πάρουμε στο δικό μας, τον θέλωωωωωωω” Ο νεαρός άντρας κοίταξε το κοριτσάκι του, στα μάτια της είδε πόσο πολύ το ήθελε. Ήταν καιρός τώρα που ζητούσε ένα σκυλάκι να της αγοράσουν όμως αυτός δεν συμφωνούσε. “Οι φίλοι δεν αγοράζονται” της έλεγε πάντα, όμως η υιοθεσία ενός αδέσποτου τον έβρισκε σύμφωνο, και αυτό το σκυλί… 

- Συγνώμη, συγνώμη ακούστηκε μια γυναικεία φωνή. Κάποιοι παραμέρισαν να περάσει ένας άντρας που καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι. Δυο υγρά μάτια κοιτούσαν τον τενόρο… Παβαρότι… Παβαρότι του φώναξε...

Ήταν απερίγραπτες οι στιγμές, τα χειροκροτήματα, τα φλας των κινητών, τα χαμόγελα των ανθρώπων βλέποντας αυτήν την αντάμωση. Μπροστά στην Άγια Φάτνη ο Διονύσης ξαναέσμιξε με τον Παβαρότι. Στις λάμψεις των χιλιάδων λαμπιονιών της πλατείας ο Παβαρότι αντίκρισε τα δακρυσμένα μάτια του Διονύση. 
Δεν ήταν όρθιος όπως τον ήξερε, καθόταν σε αναπηρικό καροτσάκι που οδηγούσε η ξαδέρφη του, μιας και ο ίδιος ήταν πολύ εξασθενημένος μετά την πολύμηνη νοσηλεία σε κέντρο αποκατάστασης. Χάρη σε αυτήν και την επιμονή της να νοιώσει καλύτερα ο Διονύσης μέσα στην στολισμένη πλατεία, οι δυο τους έσμιξαν μετά από τόσο καιρό. Τον αγαπούσε τόσο πολύ τον Παβαρότι, μόλις συνήλθε από το κώμα στην εντατική, αμέσως ρώτησε για εκείνον. Τι και αν έμαθε πως εξαφανίστηκε στους δρόμους, μέσα του ποτέ δεν έχασε την ελπίδα πως θα ξαναβρεθούν. 

Λίγο αργότερα οι περαστικοί έφευγαν χαμογελαστοί, ακόμα και το κοριτσάκι χάρηκε και τώρα ζητούσε από τον μπαμπά της να υιοθετήσουν ένα αδέσποτο σκυλάκι. Ανάμεσα απ΄τις χιονονιφάδες που δυνάμωναν, η Ζωζώ πλησίασε με εκείνον τον σκερτσόζικο τρόπο της και τρίφτηκε παιχνιδιάρικα στα πόδια του Παβαρότι που με την σειρά του την χάιδεψε με το κεφάλι του στην ράχη της με αγάπη. Η Ζωζώ γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια σαν να του έλεγε “Όμορφα ήταν, μα δεν ανήκεις εδώ. Κοίτα μόνο να μην με ξεχάσεις ” και ύστερα με ένα αιλουροειδές σάλτο ανέβηκε στα πόδια του Διονύση, να δει από κοντά αυτόν που ο Παβαρότι αγαπούσε τόσο πολύ. Του νιαούρισε επιδοκιμαστικά και δέχτηκε με χαρά τα χάδια του. Ο Διονύσης δεν χρειαζόταν τίποτα παραπάνω για να καταλάβει την φιλία τους…


Μετά από εκείνη την λευκή νύχτα συχνά πυκνά ο Διονύσης με τον Παβαρότι κατέβαιναν στο κέντρο. Στην αρχή με το καροτσάκι, μετά από λίγο καιρό στάθηκε όρθιος ο Διονύσης, δεν το χρειάστηκε ποτέ πια. Η Ζωζώ πάντα τους έβρισκε και απολάμβανε την παρέα τους και τις νοστιμιές που της φέρνανε. 

Ο Παβαρότι που και που σκεφτόταν τις μέρες που έζησαν με την Ζωζώ, την ελεύθερη ζωή μα και δύσκολη στους δρόμους, αυτή που εκείνη είχε μάθει σ’ όλη της την ζωή. Για αυτόν όμως που μεγάλωσε μέσα σε ένα σπίτι με δυο υπέροχους ανθρώπους, η φιλία, η αγάπη, η θαλπωρή, ήταν όλα αυτά που ζητούσε η ψυχή του. Αυτός ο υπέροχος και τόσο διαφορετικός Παβαρότι θα μπορούσε να ζήσει άστεγος, δεν θα μπορούσε όμως ποτέ να ζήσει δίχως αγάπη… "




Στον Στράτο και στον καυκάσιο φίλο του Ιβάν, στην νέα ζωή που ξεκινά…
Σε όλους όσους σέβονται, φροντίζουν, αγαπούν άδολα τα ζώα, όπως και τους συνανθρώπους τους.

Ζωγράφος Ντίνος Παπασπύρου
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΤΟΠΙΑ-132, Περιοχή Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, τέμπερα, 18Χ28 εκ., 2011, Κωδ. 857
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-6, Γατούλα από σπίτι, 39Χ18 εκ., 2009, κωδικός 667
ΠΙΝΑΚΑΣ-ΓΑΤΟΥΛΕΣ-56, Θερινή συνύπαρξη, τέμπερα, 38Χ28 εκ., 2006, Κωδ. 431

Α.  Δ.Ε. ΒΑΛΜΑΣ
Δεκέμβριος 2018
Νεότερη Παλαιότερη