Μυλόπουλος : "Εθνικό συμφέρον η Συμφωνία των Πρεσπών"

Η Συμφωνία των Πρεσπών, ως έντιμος συμβιβασμός, είναι προς αμοιβαίο όφελος των εθνικών συμφερόντων και των δύο, σε αντιδικία ευρισκόμενων από δεκαετίες για το θέμα της ονομασίας, χωρών. Πάντοτε σε έναν συμβιβασμό κάτι δίνεις και κάτι παίρνεις. Αρκεί αυτά που δίνουν και οι δύο πλευρές να μην είναι ολέθρια για τα συμφέροντά τους και βεβαίως να ισοφαρίζονται, αν όχι και να υπερκαλύπτονται από όσα κερδίζουν.

Με αυτό το πνεύμα, ας δούμε τι κερδίζει η δική μας πλευρά. Κατ' αρχήν, με τη Συμφωνία παίρνει τέλος κατά τρόπο ευνοϊκό για τα εθνικά μας συμφέροντα μια μακροχρόνια διαμάχη, η παράταση της οποίας ζημίωνε τη χώρα μας γιατί δημιουργούσε de facto καταστάσεις δικαίωσης των θέσεων της άλλης πλευράς. Η αναγνώριση της FYROM από περισσότερες από 130 χώρες με την ονομασία «Μακεδονία» συνιστούσε προφανή ήττα της ελληνικής διπλωματίας που απομόνωνε την Ελλάδα και αποδυνάμωνε τη διεθνή της θέση.
 Η υποχώρηση των γειτόνων μας να δεχτούν να αλλάξουν το όνομα που εξ αρχής ήταν η μόνιμη επιδίωξή τους και με το οποίο είχαν καταφέρει να αναγνωριστούν από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας, ασφαλώς είναι μια μεγάλη επιτυχία για την ελληνική πλευρά. Όχι μόνο αποφύγαμε την ήττα, αλλά επιτύχαμε και μια «erga omnes» σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό και όχι εθνοτικό προσδιορισμό, που είναι απολύτως σύμφωνη με την εθνική μας γραμμή, όπως αυτή έχει από χρόνια συμφωνηθεί.

Η σύνθετη ονομασία «Βόρεια Μακεδονία» όμως, βάζει οριστικά τέλος στις ιστορικές ανακρίβειες και τις αλυτρωτικές υπερβολές, καθώς επανατοποθετεί το όλο ζήτημα στη σωστή, γεωγραφική του βάση. Η ονομασία αυτή πράγματι, αντανακλά πλήρως την ιστορική πραγματικότητα, σύμφωνα με την οποία το βόρειο τμήμα της ευρύτερης Μακεδονικής γεωγραφικής ενότητας καταλαμβάνεται, εδώ και δεκαετίες, από ένα νεοσύστατο και πολυεθνικής σύνθεσης κράτος, το όνομα του οποίου δεν στηρίζεται ούτε σε ιστορικά, ούτε σε εθνοτικά, ούτε σε πολιτιστικά χαρακτηριστικά, αλλά αποκλειστικά σε γεωγραφικά δεδομένα.

Δίνεται έτσι ένα οριστικό τέλος σε μια εκκρεμότητα η οποία υπονόμευε τη σταθερότητα, την ειρήνη και τη συνεργασία, αλλά και την οικονομική ανάπτυξη στην περιοχή.

Η Συμφωνία των Πρεσπών όμως είναι εθνικά ωφέλιμη και γιατί δίνει ένα τέλος στις εθνικιστικές φωνές και τις αλυτρωτικές προθέσεις των γειτόνων μας, καθώς για πρώτη φορά γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει «Μακεδονική εθνότητα», αφού αναγνωρίζεται η πολυεθνική σύνθεση του πληθυσμού της «Βόρειας Μακεδονίας». Επιπλέον, αναγνωρίζεται για πρώτη φορά από τους γείτονες ότι η ιστορία και ο πολιτισμός τους ουδεμία σχέση έχουν με τον αρχαίο Ελληνικό πολιτισμό, δίνοντας ένα οριστικό τέλος σε ανιστόρητα αφηγήματα που αμφισβητούσαν τη μακραίωνη Ελληνική κυριαρχία στην περιοχή.

Η παραδοχή, τέλος, ότι η γλώσσα της «Βόρειας Μακεδονίας» ανήκει στην οικογένεια των νότιων Σλαβικών γλωσσών, διαλύει και την τελευταία απόπειρα πλαστογράφησης της ιστορίας.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι τα κέρδη για την Ελλάδα από τη Συμφωνία είναι πολλά και απολύτως συγκεκριμένα και μετρήσιμα. Όπως είναι σαφές ότι οι αντιδρώντες στη Συμφωνία των Πρεσπών, επιδιώκουν την οπισθοδρόμηση και την παραμονή της χώρας σε ένα κακό παρελθόν εσωστρέφειας και διεθνούς απομόνωσης.

Όσοι απορρίπτουν, πάντως, την προοδευτική κατεύθυνση της ειρηνικής επίλυσης του εθνικού ζητήματος με αμοιβαία αποδεκτό τρόπο, διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:

Στους ακροδεξιούς εθνικιστές, οι οποίοι μη αναγνωρίζοντας κανένα γεωγραφικό προσδιορισμό στην ονομασία της γειτονικής χώρας, υποκρύπτουν ουσιαστικά αλυτρωτικές προθέσεις απέναντί τους. Είναι αυτοί που δεν αντιλαμβάνονται τον πατριωτισμό ως το καλό και ωφέλιμο για τη δική τους χώρα, αλλά αντίθετα, σαν το κακό της χώρας των άλλων. Πρόκειται για ιστορικά εσφαλμένη και μισαλλόδοξη στάση, η οποία βλάπτει σοβαρά τα εθνικά μας συμφέροντα καθώς, συντηρώντας το εχθρικό και ψυχροπολεμικό κλίμα στην περιοχή, μας απομονώνει διεθνώς και μας αποδυναμώνει, οδηγώντας μας με βεβαιότητα στην εθνική ήττα της de facto αναγνώρισης των γειτόνων μας με την ονομασία που υπηρετεί αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα. Συγχρόνως μας απομακρύνει από το στόχο της οικονομικής ανάπτυξης και της ευημερίας, προϋπόθεση για τον οποίο είναι η σταθερότητα και η ειρηνική συνύπαρξη στην περιοχή.

Αν πάντως στους ακροδεξιούς εθνικιστές μπορεί να αναγνωριστεί η σταθερή προσήλωση στις ίδιες παραδοχές και η συνεπής υποστήριξη ενός εσφαλμένου βεβαίως και εθνικά επιζήμιου ιδεολογικού οικοδομήματος, με τους καιροσκόπους της πολιτικής, οι οποίοι πριν λίγα χρόνια, ως κυβέρνηση, υποστήριζαν ό,τι ακριβώς σήμερα μετά βδελυγμίας απορρίπτουν, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ούτε αυτό. Διότι στους πολέμιους της Συμφωνίας των Πρεσπών συγκαταλέγεται μια μεγάλη ομάδα για την οποία η στάση που τηρεί στο εθνικό ζήτημα εξαρτάται από τις εκάστοτε πολιτικές συνθήκες, υπηρετώντας αποκλειστικά μικροπολιτικές σκοπιμότητες και σχεδιασμούς.

Πως αλλιώς εξηγείται το γεγονός ότι ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, που στο παρελθόν υποστήριζαν την εθνική γραμμή της «erga omnes» σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό, σήμερα την απορρίπτουν, προβάλλοντας προφάσεις και ανακαλύπτοντας ότι ξαφνικά αυτή η πολιτική έγινε εθνικά επιζήμια και καταστροφική;

Στην αρχή υποστήριξαν ότι η Συμφωνία «δίνει» Μακεδονική εθνότητα στους γείτονές μας, κάτι που διαψεύστηκε από το νέο Σύνταγμα της χώρας, όπου σαφώς περιγράφεται ως πολυεθνική η σύνθεση του πληθυσμού της. Στη συνέχεια προφασίστηκαν ως μέγα ζήτημα την γλώσσα των γειτόνων, αλλά και αυτό το επιχείρημα κατέπεσε, όταν διαπιστώθηκε ότι στο Σύνταγμά τους η γλώσσα περιγράφεται ως ανήκουσα στην οικογένεια των νότιων Σλαβικών γλωσσών.

Τέλος εφηύραν το ζήτημα της αναφοράς στους κατοίκους της γειτονικής χώρας ως «Μακεδονικού λαού», γεγονός το οποίο όμως δεν τους προσδίδει κανένα εθνοτικό χαρακτηριστικό, αφού έχει με καθαρότητα διευκρινιστεί ότι οι κάτοικοι της χώρας απαρτίζονται από Σλάβους, Αλβανούς και Ρομά. Επιπλέον η αναφορά αυτή δεν ενοχλεί κατ? ουδένα τρόπο τους Έλληνες, οι οποίοι σε τίποτε δεν απειλούμαστε από έναν τέτοιο χαρακτηρισμό, ο οποίος δεν θίγει ούτε την ιστορία, ούτε την ταυτότητα, ούτε την κυριαρχία, ούτε την πολιτιστική μας κληρονομιά, αφού έχει προηγουμένως ξεκαθαριστεί ότι το κράτος θα αποκαλείται από όλους και για κάθε σκοπό, στο εξής, «Βόρεια Μακεδονία».

Η κα Γεννηματά πάντως ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν αιτιολογούσε την διαγραφή του κ Θεοχαρόπουλου, αποδίδοντάς την στην υποστήριξη που παρέχει, με τη στάση του, στην κυβέρνηση Τσίπρα! Επιδίωξη την οποία απολύτως συμμερίζεται βέβαια και ο κ. Μητσοτάκης, κρυπτόμενος πίσω από προσχήματα.

Το εθνικό συμφέρον για τους καιροσκόπους της πολιτικής, σήμερα εξαντλείται στην με κάθε τρόπο αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, συνδεόμενο άμεσα με τη δική τους επάνοδο στην κυβερνητική εξουσία. Αυτή η αυτιστική και εμμονικά μικροπολιτική συμπεριφορά, που κάνει πολιτικά κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου να ανέχονται την πολιτική και ιδεολογική τους σύμπλευση με ακροδεξιές και εθνικιστές επιλογές, ενισχύει την άποψη ότι οι Πρέσπες ορίζουν σήμερα τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ συντήρησης και προόδου.

Με τους συντηρητικούς να επιμένουν στη στασιμότητα και να είναι προσκολλημένοι σε ένα κακό παρελθόν, ταυτιζόμενοι με τους εθνικιστές, τους ακροδεξιούς και τους πατριδοκάπηλους, υποστηρίζοντας την άνευ όρων διατήρηση της, καταφανώς δυσμενούς για την Ελλάδα, υπάρχουσας εδώ και δεκαετίες κατάστασης.

Και τους προοδευτικούς από την άλλη να συλλαμβάνουν τα μηνύματα των καιρών, να αξιοποιούν τις ευκαιρίες της νέες εποχής και να ανοίγουν νέους δρόμους για την ειρήνη, τη σταθερότητα, τη συνεργασία, την ανάπτυξη και την ευημερία στην ευρύτερη περιοχή της Βαλκανικής. Η ιστορία είναι βέβαιον ότι θα δικαιώσει αυτούς που, σκεπτόμενοι με ευρύτητα πνεύματος, εργάζονται για το συμφέρον των λαών και θα βάλει στη γωνία τόσο τους ακραίους και τους οπισθοδρομικούς, όσο και τους καιροσκόπους της πολιτικής που κινούνται αποκλειστικά από μικροπολιτικές σκοπιμότητες και επιδιώξεις.
*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι καθηγητής και πρόεδρος της Αττικό Μετρό ΑΕ
Νεότερη Παλαιότερη