29 χρόνια φυλάκιση σε εγκληματία Αστυνομικό

Πως τον έπιασαν ύστερα από έρευνα των Εσωτερικών Υποθέσεων
Ο Σαμπάρ γεννήθηκε στην Ελλάδα, πριν από 33 χρόνια από Πακιστανούς γονείς που είχαν μεταναστεύσει στη χώρα μας αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. 
Εγκαταστάθηκαν στις φτωχογειτονιές της Δυτικής Αττικής, εκεί όπου σχολεία δεν λειτούργησαν ποτέ, παρατημένα βιομηχανικά κτίρια μετατράπηκαν σε κέντρα διακίνησης ναρκωτικών, γήπεδα που έγιναν σκουπιδότοποι, με πυροβολισμούς, κλοπές και διαρρήξεις να συνθέτουν εκρηκτικό σκηνικό.

Όμως ο Σαμπάρ ήταν διαφορετικός ή μάλλον σκεφτόταν διαφορετικά από τους υπόλοιπους. Ήθελε από μικρός να γίνει αστυνομικός. 
Μέσα στα γκέτο και στις φαβέλες της ανομίας, εκεί όπου η παρουσία αστυνομικού θεωρείται πολυτέλεια και οι περιπολίες είναι είδος προς εξαφάνιση, ο νεαρός Πακιστανός ονειρευόταν κάποια στιγμή να φορέσει τη μπλε στολή και το πηλήκιο και να βγει στους δρόμους υπηρετώντας το Σύνταγμα και τους νόμους του, εις όφελος του ελληνικού λαού.

Οι γονείς του αντιδρούσαν, το ίδιο φίλοι και συγγενείς. “ Μα θα πάρουν έναν Πακιστανό στην αστυνομία;” του έλεγαν προσπαθώντας να τον αποθαρρύνουν. Όμως εκείνος πίστευε ότι μπορούσε να τα καταφέρει.
“ Εγώ γεννήθηκα στην Ελλάδα, έχω την ιθαγένεια, άρα μπορώ να γίνω αστυνομικός” τους απαντούσε.
Πράγματι, κάποια στιγμή ο Σαμπάρ τα κατάφερε. Έφτασε στα χέρια του μια προκήρυξη για πρόσληψη ειδικών φρουρών, έκανε τα χαρτιά του και προσελήφθη στην Ελληνική Αστυνομία ως ειδικός φρουρός.
Αυτό ήταν και το πιο φωτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της ζωής του.

Γιατί σχεδόν αμέσως μετά την ένταξη του στο Σώμα, ο Σαμπάρ, άγνωστο γιατί, άλλαξε μυαλά και από τη νομιμότητα πέρασε στην παρανομία κυνηγώντας το εύκολο χρήμα.
Από τη στιγμή δε που ή νόμιμη διέλευση οικονομικών μεταναστών μέσω των ελληνικών συνόρων προς την Ευρώπη είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο δύσκολη, δεδομένου του διαχωρισμού τους από τους πρόσφυγες πολέμου, τα κυκλώματα των διακινητών ανέλαβαν δράση ψάχνοντας να βρουν πρόθυμους που θα διακινδύνευαν να μπουν φυλακή για μερικές χιλιάδες ευρώ.
Ένας απ’ αυτούς φαίνεται πως ήταν και ο Σαμπάρ.
Στα μέσα Μαρτίου 2017, όπως είπε και ο ίδιος μετέπειτα στην απολογία του ενώπιον του ανακριτή έψαχνε τρόπους να βγάλει λεφτά. Αναζήτησε δουλειά σε εστιατόρια και αποθήκες στο κέντρο της Αθήνας. 
Πέρασε τη πόρτα ενός αραβικού εστιατορίου και ζήτησε να εργαστεί ως λαντζιέρης. Εκεί τον πλησίασε ένας Αφγανός ονόματι Καφάρ, ο οποίος του είπε ότι έχει μια δουλειά για εκείνον. Τότε ο Σαμπάρ τον ρώτησε τι δουλειά είναι αυτή και εκείνος του απάντησε ότι θα έπρεπε να μεταφέρει μετανάστες παράνομα στη χώρα.
Ο Πακιστανός ισχυρίστηκε ότι στην αρχή αρνήθηκε, όμως στη συνέχεια άλλαξε γνώμη γιατί έπρεπε να πληρωθεί ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ύψους 4.000 ευρώ που αντιστοιχούσε σε ανεξόφλητο λογαριασμό της ΔΕΗ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι η μητέρα του έχει ζάχαρο και πρέπει φάρμακα που πρέπει να φυλάσσονται στο ψυγείο. Οπότε συμφώνησε να κάνει την μεταφορά.

Μάλιστα, αν και στη πρώτη του κατάθεση παραδέχθηκε ότι είχε συμφωνήσει να πάρει 1.200 ευρώ το κεφάλι, στην απολογία του μετά την προθεσμία που είχε λάβει, είπε ότι θα έπαιρνε ως αμοιβή 500 ευρώ για να τους μεταφέρει από τη Θεσσαλονίκη στη περιοχή του Αγίου Στεφάνου όπου και θα τους παρέδιδε. 
Το αυτοκίνητο που θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά των μεταναστών, ένα πολυτελές BMW, θα το παραλάμβανε στον σιδηροδρομικό σταθμό, Θεσσαλονίκης. Πράγματι εκεί, τον περίμενε ένας άλλος Πακιστανός, ο οποίος του έδωσε το κλειδί της BMW και ένα κινητό τηλέφωνο για να βρίσκονται σε επικοινωνία.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις καταθέσεις των αστυνομικών που συμμετείχαν στην επιχείρηση σύλληψης του Πακιστανού- πρώην ειδικού φρουρού της ΕΛ.ΑΣ, στις 15/4/2017 ο Σαμπάρ έπεσε σε μπλόκο των Αρχών επί της εθνικής οδού Αθηνών- Θεσσαλονίκης, στο ύψος των διοδίων Αιγινίων. Μόλις αντιλήφθηκε ότι οι αστυνομικοί του έκαναν νεύμα να σταθμεύσει την BMW για να τον ελέγξουν, εκείνος πάτησε το γκάζι και τράπηκε σε φυγή. Ακολούθησε καταδίωξη για να καταφέρει να διαφύγει τελικά σε πρώτη φάση, παρατώντας το Ι.Χ σε ένα σκοτεινό σημείο απ’ όπου κατάφερε να χαθεί μέσα στο σκοτάδι. 
Οι οκτώ αλλοδαποί επιβαίνοντες που βρίσκονταν μέσα στο αυτοκίνητο οδηγήθηκαν στην αστυνομία, όπου ομολόγησαν το πανούργο σχέδιο που είχαν στήσει οι διακινητές για να τους μεταφέρουν στην Αθήνα. Όταν θα έφταναν στη πρωτεύουσα, οι διακινητές θα τους κρατούσαν και πάλι σε κάποιο σπίτι όπου θα επικοινωνούσαν τηλεφωνικά με τους δικούς τους στις χώρες καταγωγής τους, οι οποίοι και θα κατέβαλαν το ποσό των 2,500 ευρώ το άτομο για να τους αφήσουν ελεύθερους να κατέβουν στην Αθήνα.
Οι αστυνομικοί που κατάφεραν τελικά να εντοπίσουν τον Σαμπάρ μέσα από τις καταθέσεις των μεταναστών, τις περιγραφές, τα δαχτυλικά αποτυπώματα και τα υπόλοιπα ενοχοποιητικά στοιχεία που τον “έδεναν” στην υπόθεση, διαπίστωσαν αρχικά ότι εκείνος είχε δώσει ψευδή στοιχεία προκειμένου να καταχωρηθεί ως Πακιστανός υπήκοος, παρανόμως εισερχόμενος στη χώρα προκειμένου να αποφύγει τη δίωξη για το αδίκημα της διακίνησης μεταναστών.

Η απόταξη
Ο Σαμπάρ στην απολογία του, υποστήριξε ότι αρχικά έδωσε άλλο όνομα, “γιατί πανικοβλήθηκε” καθώς και στο παρελθόν είχε υποπέσει στο ίδιο αδίκημα με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε 16 μήνες φυλάκιση. Μάλιστα υπέπεσε στο ίδιο αδίκημα την εποχή που υπηρετούσε στην Ελληνική Αστυνομία ως ειδικός φρουρός με αποτέλεσμα να τον αποτάξουν από το Σώμα. Μάλιστα ο καταδικασθέντας πακιστανικής καταγωγής, είχε απασχολήσει την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της ελληνικής Αστυνομίας από το 2013.
Ολοκληρώνοντας την απολογία του ενώπιον του ανακριτή, δήλωσε μετανιωμένος για όσα έπραξε. Επικαλέστηκε τις δυσχερείς οικονομικές συνθήκες που βίωνε μαζί με την Ελληνίδα σύντροφο του η οποία ήταν δυο μηνών έγκυος και σκόπευαν να παντρευτούν.
Στις 30 Ιανουαρίου, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, αφού άκουσε τις απολογίες των δυο κατηγορουμένων, του Σαμπάρ και του συνεργού του, έκρινε τον πρώτο ένοχο για διακεκριμένης μορφής διακίνηση παράνομων μεταναστών ως αυτουργό επιβάλλοντας ποινή κάθειρξης 10 ετών για κάθε μεταφερόμενο μετανάστη, σύνολο 29 χρόνια καθώς δεν του αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό. 
Ο συνεργός του καταδικάστηκε σε 3 χρόνια φυλάκιση για κάθε μεταφερόμενο μετανάστη και του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου.
Νεότερη Παλαιότερη