Ο μεγάλος Έλληνας ηθοποιός πέθανε σαν σήμερα το 2020 και τα παιδικά του χρόνια ήταν γεμάτα ιστορίες και περιπέτειες.
Ο τελευταίος των μεγάλων. Ο άνθρωπος που μέχρι τα τελευταία του λεπτά μοίραζε θετική ενέργεια και ήταν η χαρά της ζωής.
Ο ηθοποιός που έπαιζε σαν έφηβος ως τα 88 του χρόνια. Ο ανεπανάληπτος Κώστας Βουτσάς έφυγε από τη ζωή πριν από δύο χρόνια, όμως άφησε παρακαταθήκη τις ταινίες του και κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε την ίδια τη ζωή.
Στις 7 Φεβρουαρίου 2020 εισήχθη εσπευσμένα στη ΜΕΘ με καρδιοαναπνευστική ανεπάρκεια και λοίμωξη του αναπνευστικού. Απεβίωσε τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 2020, έπειτα από 19 ημέρες νοσηλείας και σε ηλικία 88 ετών. Λίγες μέρες πριν εισέλθει στο νοσοκομείο συμμετείχε σε θεατρική παράσταση. Κηδεύτηκε στις 28 Φεβρουαρίου στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών. Από την προηγούμενη ημέρα η σορός του είχε τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα.
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε ως Σαββόπουλος
Γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στον Βύρωνα Αττικής, τέκνο προσφυγικής οικογένειας με καταγωγή από τους Επιβάτες Θράκης. Το οικογενειακό επίθετο ήταν «Σαββόπουλος», αλλά το «Βουτσάς» επικράτησε από τον παππού του που έφτιαχνε βαρέλια και τα βαρέλια παλαιότερα λέγονταν και «βουτσιά».
Όταν ξεκίνησε την καριέρα του, τού είχε προτείνει θιασάρχης να το αλλάξει σε «Βέσελης», αλλά εκείνος αρνήθηκε. Πολύ φτωχή η οικογένεια Σαββόπουλου τόσο που δεν είχε καν σπίτι, αλλά έμενε σε μαγαζί, έχοντας καλύψει τη βιτρίνα για να μένουν μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των περαστικών. Η πείνα μπόλικη: «Τρώγαμε στραγάλια και νερό για να πρηστεί η κοιλιά μας», είχε πει ο ίδιος. Από μικρή ηλικία, μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Κάπως καλυτέρεψαν τα πράγματα, όχι τόσο όμως, ώστε να μην χρειάζεται να δουλέψει από πιτσιρίκος και αυτός. Βλέπετε, ο πατέρας του, οδοποιός στο επάγγελμα στην εταιρεία ασφαλτοστρώσεων ΒΙΟ.
«Ο πατέρας μου είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Τον είχαν πάει στο Ασβεστοχώρι, στο σανατόριο και τον είχαν εγκαταστήσει μέσα σε στάβλο. Καθημερινά πηγαίναμε από τη Θεσσαλονίκη στο Ασβεστοχώρι με τα πόδια και καθαρίζαμε το στάβλο, που βρωμούσε κοπριά, για να μένει μέσα ο πατέρας μου σε ανθρώπινες συνθήκες. Ανεβαίναμε και κατεβαίναμε το βουνό του Σέιχ Σου, επιλέγοντας να πάρουμε ένα κομματάκι βούτυρο από το να δώσουμε τα ελάχιστα λεφτά που είχαμε στο λεωφορείο».
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω των αριστερών καταβολών του πατέρα του
Τα πράγματα για την οικογένεια Βουτσά δεν ήταν εύκολα ούτε στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας του ήταν στιγματισμένος, καθότι κομμουνιστής παλαιάς κοπής. Από εκείνους που δεν υποθήκευαν τα «πιστεύω» τους σε κανέναν.
Γι' αυτό και κυνηγήθηκε λυσσασμένα. Κάτι που στον μικρό τότε Κώστα του πήρε χρόνο για να κλείσει όλες αυτές τις πληγές, να αφήσει πίσω τον φόβο του. «Κάποια στιγμή ο πατέρας μου κατάφερε και βρήκε δουλειά ως εργοδηγός στην εταιρεία ασφαλτοστρώσεων "ΒΙΟ" κι έτσι μετακομίσαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Ούτε κι εκεί, όμως, τα πράγματα ήταν εύκολα. Βλέπεις, ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής –κανονικός, παλαιάς κοπής, όχι μουσαντένιος.
Από εκείνους που δεν υποθήκευαν τα στρέμματα της καρδιάς τους και τα «πιστεύω» τους σε κανέναν. Γι’ αυτό και κυνηγήθηκε λυσσασμένα. Μου πήρε χρόνια να κλείσω αυτές τις πληγές, να αφήσω πίσω μου το φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή μπορεί να τον σέρνουν δεξιά και αριστερά και να τον χτυπούν», είχε διηγηθεί.
Το κόλπο με τα τσιγάρα
Με τον πατέρα του μονίμως κυνηγημένο και την μητέρα του να δυσκολεύεται να τα φέρνει βόλτα αναγκάστηκε να βγει στο μεροκάματο. Κρέμασε λοιπόν ένα κασελάκι στο λαιμό του και πουλούσε τσιγάρα στο στρατόπεδο του «Παύλου Μελά», εκεί που κρατούσαν οι Γερμανοί τους Άγγλους αιχμαλώτους, για να συνεισφέρει και αυτός στο σπίτι, δίνοντας τα χρήματα στη μητέρα του. Η γερμανική κατοχή έκανε ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα, ωστόσο εκεί λειτούργησε η ευστροφία και η καπατσοσύνη του. Αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Τους έδινε 100 τσιγάρα κακής ποιότητας (Στούκας) και αυτοί του έδιναν τα διάσημα δικά τους. Λιγότερα μεν, αλλά τα πουλούσε τους πλούσιους και στους έχοντες, στο χρηματιστήριο που βρισκόταν τότε Βαλαωρίτου και Ίωνος Δραγούμη.
«Όταν όλοι οι άλλοι τσιγαράδες περίμεναν απ’ έξω με τις κασέλες, εγώ έμπαινα μέσα στα μουλωχτά και ξεπουλούσα. Πακέτο δεν έμενε. Θυμάμαι, μια φορά πηγαίνοντας προς το χρηματιστήριο με είχε σταματήσει ένας Γερμανός φαντάρος και μου είχε κλέψει όλη την πραμάτεια. Πάνω από 10-15 πακέτα –κανονική καταστροφή για μένα! Έφτασα στη Βαλαωρίτου κλαίγοντας. Όταν οι άνθρωποι στο Χρηματιστήριο είδαν το κασελάκι άδειο, με ρώτησαν τι είχε συμβεί. Τους είπα και αμέσως έκαναν έρανο για να «ρεφάρω» τη ζημιά. Με τη στάση τους, αντί να γεμίσουν την καρδιά μου με μίσος, της έδειξαν πώς να αγαπάει, να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα του διπλανού», είχε πει.
Έκανε τον τσιλιαδόρο σε παπατζήδες
Η δεύτερη δουλειά του, ήταν αβανταδόρος σε… παπατζήδες. Κρατούσε τσίλιες για να μην έρθει η αστυνομία, όσο παιζόταν το παιχνίδι «εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς», που έλεγε και ο Νίκος Φέρμας στη Ρένα Βλαχοπούλου στην «Χαρτορίχτρα». Την ταινία που ο Κώστας Βουτσάς υποδυόταν τον γιο της. «Η δουλειά μου ήταν η εξής: Όταν γύριζε, δήθεν, να βήξει ο παπατζής, να τσαλακώνω τον «παπά» στην άκρη και να τον δείχνω στο «ψιμάρι», το κορόιδο κοινώς, που έπαιζε. Μόλις ο παπατζής ξαναγυρνούσε έπειτα από το ψεύτικο φτέρνισμα, συνέχιζε να γυρνάει τον «παπά», ξεδιπλώνοντας με το μικρό του δαχτυλάκι το φύλλο και «τσακίζοντας» κάποιο άλλο. Αν ήταν «μαέστρος» στη δουλειά, το κορόιδο την πατούσε πάντα.
Κι εμείς βγάζαμε χαρτζιλίκι. Βέβαια, κάποια στιγμή τα παράτησα όλα αυτά, έπειτα από μια κουβέντα της μάνας μου. Τη θυμάμαι ακόμα σαν να ’ναι τώρα. «Παιδί μου, πρόσεχε τι κάνεις και πού μπλέκεις, γιατί αν μπεις φυλακή θα λένε όλοι ‘’Εμ, λογικό είναι από κομμουνιστή πατέρα να βγει αλήτης γιος”». Τα λόγια της έπεσαν σαν πέλεκυς στο κεφάλι μου. Δεν ήθελα κανείς να μας προσάψει τίποτα για όσα πιστεύαμε…», είχε διηγηθεί ο αγαπημένος ηθοποιός.
Η κομπίνα που τον ανάγκασε να πληρώσει πόρνη για να παραστήσει τη μητέρα του
Μέσα σε όλα αυτά που έκανε προκειμένου να πάει χρήματα στο σπίτι για την οικογένειά του, ήταν να κλέβει τσεμπέρια από το εργοστάσιο ενός Αρμένη. Στη συνέχεια τα πουλούσε στον Βαρδάρη και έτσι εξασφάλιζε το χαρτζιλίκι του. Όμως και εκεί δεν έλειπαν τα απρόοπτα και οι περιπέτειες. «Μια φορά, βέβαια, κάποιος μας «τσίμπησε» κοντά στο εργοστάσιο και μόλις κατάλαβε την κομπίνα, μου ζήτησε να πάω την επομένη με τη μάνα μου, αλλιώς θα μας αποκάλυπτε. Τι να κάνω κι εγώ, πήγα σε μια πόρνη στην Μπάρα και την πλήρωσα να παραστήσει τη μάνα μου, μπας και γλιτώσουμε. Όταν πεινάς, ή όταν είσαι σε κίνδυνο, μπορείς να σκαρφιστείς τα πάντα για να επιβιώσεις», είχε πει.
Ο χωροφύλακας που του έκανε δύσκολη τη ζωή
Στα παιδικά του χρόνια μοίραζε αριστερές προκηρύξεις στα σινεμά. Αυτή ήταν και η πρώτη του επαφή με την τέχνη του. Πήγαινε μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας του στο Διονύσια, στο Τιτάνια, στο Παλάς, παιδάκια και τις πετούσαν από τον εξώστη. Ωστόσο, ένας ανθυπομοίραρχος της χωροφυλακής, ο οποίος κατά τα λεγόμενα του Βουτσά πρέπει να είχε εμπλακεί στον φόνο του Λαμπράκη, τον είχε βάλει στο μάτι. «Μια μέρα μας έπιασε στα πράσα. Βρήκε, μάλιστα, μέσα στο αμπέχονό μου ένα σημειωματάριο με ένα ποίημα από τα «Αετόπουλα» –το παιδικό κίνημα του ΕΛΑΣ. Την επόμενη μέρα ήρθε στο σχολείο και το έδειξε στον διευθυντή, έχοντας προσθέσει από κάτω μόνος του «Ζήτω η κόκκινη σημαία, κάτω η ελληνική!».
Όμως, ήταν τόσο προφανής η προβοκάτσια, λόγω γραφικού χαρακτήρα, που ο διευθυντής την κατάλαβε και, παρότι του είπε ότι θα με τιμωρήσει παραδειγματικά, εν τέλει, όταν μείναμε μόνοι μας, απλώς μου χαμογέλασε, χαϊδεύοντάς μου το κεφάλι. Ήταν καλός άνθρωπος», είχε αποκαλύψει ο Βουτσάς.
Όλες αυτές οι περιπέτειες και οι εμπειρίες που βίωσε στα πρώτα χρόνια της ζωής του, διαμόρφωσαν τον ακέραιο χαρακτήρα του. Γι' αυτό και όπως είχε παραδεχθεί δεν της αντάλλασσε με τίποτα. Τον κράτησαν προσγειωμένο ακόμα και όταν άρχισε να έχει αναγνωρισιμότητά και να βγάζει πολλά χρήματα. Κοιταζόταν στον καθρέφτη και ήξερε ποιος ήταν. Έβλεπε το παιδάκι που κουβαλούσε το κασελάκι στη Θεσσαλονίκη και εκείνα τα φτωχά χρόνια που σκαρφιζόταν κάθε τρόπο για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό...